*
stavrosx1
***
*
Ερχονται, και εκπροσωπούν τον κρατικό ρατσισμό, το θεσμοποιημένο αντικομμουνισμό και το μεταμοντέρνο απαρτχάιντ του αποκλεισμού χιλιάδων «μη πολιτών» τους. Είναι τα αγαπημένα παιδιά της ευρωπαϊκής ελίτ.
Κλείνοντας για τις εκλογές, η Βουλή επικύρωσε την περασμένη Τρίτη την ένταξη δέκα νέων χωρών στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Για ευνόητους λόγους, στη σχετική συζήτηση κυριάρχησε το ζήτημα της Κύπρου. Με την αναμενόμενη εξαίρεση του ΚΚΕ, κανείς δεν φάνηκε να ασχολείται με τους υπόλοιπους προσεχείς μας εταίρους.
Κι όμως, τα πολιτικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά της μελλοντικής Ευρώπης θα καθοριστούν σε μεγάλο βαθμό απ' αυτή τη διεύρυνση. Οφείλουμε ως εκ τούτου να είμαστε κάπως προσεκτικοί όσον αφορά το ποιόν των καθεστώτων που θα συνδιαμορφώσουν την πορεία μας. Πόσο μάλλον όταν κάποια από αυτά έχουν ήδη εκδηλώσει τις προθέσεις τους.
Ο λόγος για τα τρία κράτη της Βαλτικής (Εσθονία, Λετονία, Λιθουανία), τις μόνες πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες που γίνονται δεκτές στην Ε.Ε.
Οπως ήδη ανακοινώθηκε, η ένταξή τους θα συνοδευτεί από την έκδοση διακήρυξης για την «ιστορική καταδίκη» του κομμουνισμού -και μιας «απαίτησης» προς το Ευρωκοινοβούλιο να πράξει το ίδιο. «Θέλουμε να στείλουμε ένα σαφές μήνυμα», δήλωσε η εκπρόσωπος του εσθονικού υπ. Δικαιοσύνης. «Η Ε.Ε. πρέπει να καταλάβει, κι αυτή, τι συνέβη» (27/11/03).
Στου κρεμασμένου το σπίτι, βέβαια, δεν θα 'πρεπε να μιλάνε για σκοινί. Αν μη τι άλλο, τα συγκεκριμένα καθεστώτα κάθε άλλο παρά δικαιούνται να δίνουν μαθήματα δημοκρατίας και ανθρώπινων δικαιωμάτων. Εχουμε και λέμε:
Στη Λετονία, το Κ.Κ. έχει τεθεί εκτός νόμου από το 1991. Ακολούθησε, το 1993, η μόνιμη απαγόρευση της λειτουργίας κομμουνιστικών και ναζιστικών οργανώσεων. Βάσει της ίδιας διάταξης διαλύθηκε επίσης η «Ενωση για την Προστασία των Δικαιωμάτων των Βετεράνων» (παρτιζάνοι του Β' Παγκοσμίου Πολέμου). Για τις πολυάριθμες φασιστικές οργανώσεις και τους βετεράνους των SS, που ευδοκιμούν στη χώρα, ουδέποτε τέθηκε βέβαια παρόμοιο ζήτημα.
*Επιπλέον, η λετονική εκλογική νομοθεσία απαγορεύει την υποψηφιότητα οποιουδήποτε πολίτη «υπήρξε ενεργό μέλος» του Κ.Κ. ή άλλων «φιλοσοβιετικών» οργανώσεων μεταξύ Ιανουαρίου και Σεπτεμβρίου 1991 -όταν, δηλαδή, η ΕΣΣΔ δεν είχε ακόμη διαλυθεί, ούτε η ανεξαρτησία της Λετονίας αναγνωριστεί επίσημα από τη διεθνή κοινότητα! Το 1996 η απαγόρευση επεκτάθηκε και στους υποψήφιους για την τοπική αυτοδιοίκηση.
Κυνήγι μαγισσών
Βάσει αυτών των διατάξεων, στελέχη της αντιπολίτευσης έχουν κατά καιρούς οδηγηθεί στο εδώλιο ή στερηθεί τα (αιρετά) αξιώματά τους.
Το 1996 υποψήφιοι του Σοσιαλιστικού Κόμματος καταδικάστηκαν επειδή στις εκλογές του 1995 απέκρυψαν από το βιογραφικό τους (που υποχρεωτικά υποβάλλουν στις αρχές) κάποιες λεπτομέρειες της παλιάς τους συμμετοχής στο ΚΚΛ. Το 1997 ο δημοφιλής δήμαρχος του Νταουγκάβπιλς, Αλεξέι Βινταβίσκι, διώχθηκε με ανάλογες κατηγορίες. Το 1999 η δημοτική σύμβουλος της Ρίγας (και στέλεχος του μειονοτικού «Κινήματος για Ισονομία») Τατιάνα Ζντάνοκ αποκλείστηκε από τις εκλογές εξαιτίας του «κομμουνιστικού παρελθόντος» της.
Παράνομο είναι και το Κ.Κ. Λιθουανίας. Απαγορεύτηκε τον Αύγουστο του 1991 με απόφαση του Κοινοβουλίου, όπως και μια σειρά άλλες «οργανώσεις συνδεόμενες με τη σοβιετική κατοχή». Αίτημα της ηγεσίας του να ελεγχθεί η συνταγματικότητα της απαγόρευσης από το ανώτατο δικαστήριο της χώρας δεν έγινε δεκτό. Ειδικότερη πτυχή του θεσμικού αντικομμουνισμού αποτελούν οι δίκες παλιών κομμουνιστών για «αδικήματα» που διέπραξαν στα χρόνια της ΕΣΣΔ.
Η «κάθαρση» αυτή δεν περιορίζεται σε εκτελεστικά όργανα των μαζικών εκτοπίσεων του 1949 που πραγματοποιήθηκαν από τη NKVD για την καταστολή του αντικομμουνιστικού αντάρτικου των «αδελφών του δάσους».
Στη Λιθουανία, 6 ηγετικά στελέχη του τοπικού Κ.Κ. καταδικάστηκαν το 1999 σε ποινές κάθειρξης για την αποτυχημένη επέμβαση του σοβιετικού στρατού τον Ιανουάριο του 1991.
Οι κατηγορούμενοι χρεώθηκαν επιλογές της κυβέρνησης Γκορμπατσόφ, χωρίς να τεκμηριωθεί οποιαδήποτε συμμετοχή τους στη λήψη των σχετικών αποφάσεων. Καταδικάστηκαν επίσης για δημιουργία «αντικρατικών οργανώσεων», επειδή υποστήριξαν την παραμονή της Λιθουανίας στην ΕΣΣΔ, προτού η απόσχισή της ολοκληρωθεί ή αναγνωριστεί διεθνώς!
Το 1999, επίσης, 5 μέλη της πολωνικής μειονότητας καταδικάστηκαν σε φυλάκιση για το αδίκημα της «στάσης». Κατηγορούνταν ότι, ως στελέχη της τοπικής αυτοδιοίκησης, το 1990 είχαν ταχθεί δημόσια υπέρ της ΕΣΣΔ, διεκδικώντας για την περιφέρειά τους ένα καθεστώς τοπικής αυτονομίας. Επίσης ότι, ενώ η Λιθουανία εξακολουθούσε ν' αποτελεί τμήμα της ΕΣΣΔ, ενθάρρυναν τους νέους να καταταγούν στο σοβιετικό στρατό κι οργάνωσαν διαδηλώσεις που «υπονόμευσαν την εξουσία του λιθουανικού κράτους». Σύμφωνα με το Radio Free Europe (2/9/99), η πιο «επικίνδυνη» απ' αυτές «αφορούσε τη μεταφορά 4.000 ανθρώπων με λεωφορεία στο Βίλνιους στις 7/1/1991 για να διαδηλώσουν έξω από το Κοινοβούλιο εναντίον της κατάργησης των επιδοτήσεων σε βασικά είδη διατροφής».
Προχωρημένη η Λετονία
Η πιο γνωστή περίπτωση είναι αυτή του 80άχρονου Βασίλι Κονονόφ. Τον Ιανουάριο του 2000 καταδικάστηκε σε 6άχρονη κάθειρξη για το φόνο, στις 27 Μαΐου 1944, 6 ανδρών της ναζιστικής «Βοηθητικής Αστυνομίας» και 3 συγγενών τους. Η διεθνής κατακραυγή οδήγησε σε απελευθέρωσή του κι επανεξέταση της υπόθεσης. Στις 4/10/2003, το δικαστήριο τον αθώωσε από την κατηγορία της «διάπραξης εγκλημάτων πολέμου», βρίσκοντάς τον απλώς ένοχο για το -παραγεγραμμένο- αδίκημα του «συμμοριτισμού». Η εισαγγελία προσέφυγε πάντως στο ανώτατο δικαστήριο, ζητώντας τον επιμερισμό ποινής.
Εξίσου σαφής υπήρξε η θέση της πολιτικής ηγεσίας της χώρας για την υπόθεση. «Ενας εγκληματίας είναι πάντα εγκληματίας», δήλωσε ο πρωθυπουργός Αντρις Σκέλε, ενώ η πρόεδρος της χώρας, Βάιρα Βίκι-Φραϊμπέργκα χαρακτήρισε την υπεράσπιση του Κονονόφ «κυνικό χλευασμό των εκατομμυρίων θυμάτων του σοβιετικού ολοκληρωτισμού».
Οι «πατριώτες» Ες - Ες
Η πολιτική και δικαστική αυτή επανεκτίμηση του παρελθόντος έχει μία ακόμη πλευρά: την αποκατάσταση, άλλοτε πανηγυρική κι άλλοτε στα μουλωχτά, χιλιάδων εγκληματιών πολέμου και ένοπλων συνεργατών των ναζί, που όχι μόνο δεν διώκονται αλλά έχουν αναγορευτεί και σε σύμβολα της «εθνικής αντίστασης»!
Πρόκειται για μια σκοτεινή πτυχή της τοπικής Ιστορίας, που η ρητορεία κατά του «σοβιετικού ολοκληρωτισμού» αφήνει συνήθως στην σκιά. Ενας μεγάλος αριθμός πολιτών των τριών χωρών (τουλάχιστον 50.000 Λιθουανοί, 140.000 Λετονοί και δεκάδες χιλιάδες Εσθονοί) πολέμησαν το 1941-44 στο πλευρό των χιτλερικών, ως οπλίτες των Waffen SS και της λεγόμενης «Βοηθητικής Αστυνομίας» (Schummo). Συνολικά, συγκροτήθηκαν δύο λετονικές και μία εσθονική μεραρχία των SS (η 15η, 19η και 20ή, αντίστοιχα), δύο διαφορετικά σώματα λιθουανών «εθελοντών», καθώς και 26 εσθονικά, 41 λετονικά και 35 λιθουανικά τάγματα Schummo.
Εκτός από τη Βαλτική, οι μονάδες αυτές έδρασαν επίσης σε Ουκρανία, Λευκορωσία και Πολωνία, πρωταγωνιστώντας στα ναζιστικά εγκλήματα: κάψιμο χωριών, μαζικές εκτελέσεις αμάχων και, κυρίως, στο Ολοκαύτωμα των Εβραίων και των Τσιγγάνων. Ορισμένες μονάδες, όπως το 12ο τάγμα των λιθουανικών Schummo, συγκαταλέγονταν στους αγριότερους φονιάδες του Γ' Ράιχ.
Η συμμετοχή της ντόπιας δεξιάς στο Ολοκαύτωμα υπερέβη, άλλωστε, κατά πολύ την απλή συνέργεια. Με την είσοδο της Βέρμαχτ στη Βαλτική, οι τοπικές αντικομμουνιστικές οργανώσεις γιόρτασαν την «απελευθέρωση» με τρομερά λουτρά αίματος. Στο Κάουνας, λ.χ., διαβάζουμε σε έκθεση της χιτλερικής Einsatzgruppe Α, «λιθουανοί παρτιζάνοι» σκότωσαν μέσα στην πρώτη βδομάδα 3.800 από τους 30.000 Εβραίους της πόλης, έκαψαν ολοκληρωτικά μερικά «εβραϊκά» οικοδομικά τετράγωνα και ισοπέδωσαν τις συναγωγές. Τα ίδια έγιναν και στην υπόλοιπη χώρα, «συμπεριλαμβάνοντας και κάποιους κομμουνιστές που δεν είχαν προλάβει να φύγουν».
Ενθουσιασμένη με τη δυναμική αυτού του γηγενούς «κινήματος αυτοκάθαρσης», η ίδια έκθεση υπολογίζει ότι ώς τις 15/10/41 είχαν εξοντωθεί 71.105 Εβραίοι στη Λιθουανία και 30.000 στη Λετονία. Μέχρι το τέλος του πολέμου, εξολοθρεύθηκαν συνολικά 212.000 Εβραίοι της Λιθουανίας (96,4% του προπολεμικού πληθυσμού) κι άλλοι 67.000 της Λετονίας (95,7%). Η πλειονότητα των 4.500 Εβραίων της Εσθονίας, αντίθετα, πρόλαβε να σωθεί ακολουθώντας τον Κόκκινο Στρατό.
Η στάση των επίσημων αρχών των τριών χωρών απέναντι σ' αυτή την κληρονομιά είναι το λιγότερο προβληματική. Την επαύριο λ.χ. της απόσχισης της Λιθουανίας, πρωτοσέλιδο δημοσίευμα των «New York Times» (5/9/1991) αποκάλυψε ότι ένας μεγάλος αριθμός ντόπιων εγκληματιών πολέμου είχε ήδη αποκατασταθεί, εν ζωή ή μετά θάνατον, με βάση ένα νόμο περί αμνηστίας του 1990. Σύμφωνα δε με το BBC (26/1/2000), τουλάχιστον 40 μέλη του διαβόητου Arajs Komando, της μονάδας που διεκπεραίωσε το Ολοκαύτωμα στη Λετονία, έχουν αποκατασταθεί -με συντάξεις- ως αντιστασιακοί.
Στην Εσθονία, οι βετεράνοι των Waffen SS παρελαύνουν κάθε Ιούλιο, παρασημοφορημένοι από το εκεί υπουργείο Αμυνας. Στις 26/6/1999 πραγματοποιήθηκε η επίσημη ανακομιδή των οστών του «μαχητή της ελευθερίας» Αλφόνς Ραμπάνε, διακεκριμένου αξιωματικού των SS που μετά τον πόλεμο είχε εγκατασταθεί στο Λονδίνο, διευθύνοντας για λογαριασμό της Ιντέλιτζενς Σέρβις το τοπικό αντικομμουνιστικό αντάρτικο. Η κυβέρνηση χρηματοδότησε την τελετή κι εκπροσωπήθηκε από την ηγεσία του εσθονικού ΓΕΣ.
Απαρτχάιντ αλά ευρωπαϊκά
Στη Λετονία τα πράγματα είναι χειρότερα. Μέχρι το 1997 η ετήσια παρέλαση βετεράνων στις 16 Μαρτίου (επέτειος μιας επιχείρησης των SS το 1944) γινόταν με συμμετοχή εκπροσώπων της πολιτείας. Το 1998 το Κοινοβούλιο καθιέρωσε επίσημα την 16η Μαρτίου ως «ημέρα του λετονού στρατιώτη», απαγορεύοντας ταυτόχρονα τις (ανεπίσημες) εκδηλώσεις των βετεράνων του Κόκκινου Στρατού. Στις 29/10/1998, ψήφισμα της Βουλής αποκατέστησε επίσημα τα SS, απονέμοντας συντάξεις στα επιζώντα μέλη τους.
Αν και το 2000, ενόψει της ένταξης στην Ε.Ε., η «μέρα του στρατιώτη» μεταφέρθηκε σε άλλη ημερομηνία, το όλο ζήτημα παρέμεινε ανοικτό. Με τραγελαφικά, κάποτε, αποτελέσματα.
Τον περασμένο Σεπτέμβριο, λ.χ., η κυβέρνηση εγκαινίασε μνημείο για τους 25.000 Εβραίους που δολοφονήθηκαν το 1941 στο δάσος της Ρουμπούλα.
Λίγες μέρες μετά (27/9/03), ήρθε η σειρά της «άλλης πλευράς» να τιμηθεί, με τα εγκαίνια ενός νεκροταφείου των SS στο Λεστένε. Η τηλεόραση μετέδωσε ζωντανά την τελετή κι η επίσημη μπάντα του στρατού συνόδευσε τα «πατριωτικά» άσματα των συγκεντρωμένων ναζί. Την κυβέρνηση εκπροσώπησε η υπουργός Πολιτισμού Ινγκούνα Ριμπένα.
Ολα αυτά δεν είναι τίποτα, ωστόσο, μπροστά στο θεσμικό αποκλεισμό των πολυάνθρωπων ρωσόφωνων κοινοτήτων της Λετονίας και της Εσθονίας από τη δημόσια ζωή. Την αναβίωση, με δυο λόγια, του απαρτχάιντ για λόγους «φυλετικής ασφαλείας».
Οταν το 1991 οι χώρες της Βαλτικής αποσχίστηκαν από την ΕΣΣΔ, μεγάλο μέρος του πληθυσμού τους δεν ανήκε στις κυρίαρχες εθνότητες. Μόνο το 64,7% των κατοίκων της Εσθονίας ήταν Εσθονοί, το 53,7% της Λετονίας Λετονοί και το 80% της Λιθουανίας Λιθουανοί. Μ' εξαίρεση τη γηγενή πολωνική μειονότητα της Λιθουανίας (7,7%), η συντριπτική πλειονότητα των υπολοίπων ήταν είτε Ρώσοι είτε άλλοι Σλάβοι (Ουκρανοί, Λευκορώσοι κ.λπ.), συγκροτημένοι σε λίγο-πολύ ενιαίες ρωσόφωνες κοινότητες.
Ακόμη πιο «προβληματική» ήταν η κατάσταση στα αστικά κέντρα. Το ποσοστό των μελών της κυρίαρχης εθνότητας δεν ξεπερνούσε το 33% στη Ρίγα, το 47% στο Ταλίν, το 50% στο Βίλνιους, το 13% στο Νταουγκάβπιλς ή το 4% στη Νάρβα.
Για τους ντόπιους εθνικιστές, η κατάσταση αυτή είναι απλά το αποτέλεσμα μισού αιώνα σοβιετικής «αποικιοκρατίας». Με αποτέλεσμα, εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι που -είτε οι ίδιοι είτε οι γονείς τους- εγκαταστάθηκαν τον τελευταίο μισόν αιώνα στην περιοχή ως εργαζόμενοι συνήθως στη ραγδαία αναπτυσσόμενη τοπική βιομηχανία, να μεταβληθούν από τη μια μέρα στην άλλη σε «μετανάστες» -και μάλιστα ανεπιθύμητους, καθώς απειλούσαν τη δημογραφική υπεροχή των «γηγενών».
Η μεθοδολογία του αποκλεισμού τους ήταν εξαιρετικά απλή. Με επιχείρημα τον «παράνομο» χαρακτήρα (και συνεπώς την «ακυρότητα») της προσάρτησης της Βαλτικής στην ΕΣΣΔ, η καινούρια νομοθεσία της Εσθονίας (11/11/91) και της Λετονίας (22/6/94) παραχώρησε αυτοδίκαια τις αντίστοιχες ιθαγένειες μόνο σε όσους ήταν πολίτες αυτών των χωρών το 1940 ή απόγονοί τους. Ολοι οι υπόλοιποι μόνιμοι κάτοικοι έπρεπε να πολιτογραφηθούν εξαρχής με βάση μια ιδιαίτερα επώδυνη, εξευτελιστική κι εν πολλοίς αυθαίρετη διαδικασία:
*Στην Εσθονία, αίτηση δικαιούνται να υποβάλουν όσοι «μη πολίτες» ήταν μόνιμοι κάτοικοι της χώρας για 2 τουλάχιστον χρόνια ώς το 1990. (Το 1995, η απαίτηση αυξήθηκε σε 5 χρόνια). Δεν το δικαιούνται όσοι εργάστηκαν στο στρατό ή τα σώματα ασφαλείας της ΕΣΣΔ, όσοι έχουν λερωμένο ποινικό μητρώο κι όσοι στερούνται «επαρκές σταθερό εισόδημα». Για την πολιτογράφηση οι υποψήφιοι πρέπει να δώσουν γραπτές εξετάσεις στην εσθονική γλώσσα και (μετά το 1995) στην Ιστορία, το Σύνταγμα και το Δίκαιο Ιθαγενείας της χώρας. Το ποσοστό απόρριψης όσων τολμούν να υποβληθούν σ' αυτή τη διαδικασία ξεπέρασε πέρυσι το 35%.
*Ακόμη περισσότερα προβλέπονται από τη λετονική νομοθεσία. Οι υποψήφιοι εξετάζονται επιπλέον στον εθνικό ύμνο της χώρας και γράφουν «έκθεση με θέμα κοινωνικού περιεχομένου που τους δίνεται από την επιτροπή». Μέχρι το 1998 δικαίωμα υποψηφιότητας είχαν μονάχα ορισμένες κατηγορίες ατόμων -όταν και όποτε καλούνταν από τις αρχές να το ασκήσουν. Πολύ περισσότεροι, τέλος, αποκλείονται εκ προοιμίου από την ιθαγένεια: μεταξύ άλλων, όσοι έχουν καταδικαστεί για «αντισυνταγματική δραστηριότητα», «διέδιδαν κομμουνιστικές ή άλλες ολοκληρωτικές ιδέες» μετά το 1990 ή ήταν μέλη 6 κομμουνιστικών και φιλοσοβιετικών οργανώσεων μετά τις 13/1/1991.
Ως εκ τούτου, μεγάλο μέρος του μόνιμου πληθυσμού παραμένει ξεκρέμαστο, με την επίσημη ιδιότητα του «μη πολίτη» και, συχνά, χωρίς ιθαγένεια. Στην Εσθονία 163.000 «μη πολίτες» (το 12% του πληθυσμού) παραμένουν μέχρι σήμερα ανιθαγενείς, ενώ άλλοι 78.000 υποχρεώθηκαν να πάρουν τη ρωσική ιθαγένεια και να καταστούν -έτσι- αλλοδαποί στην ίδια τους την πατρίδα. Χειρότερη είναι η κατάσταση στη Λετονία, όπου 494.319 άτομα (21,3% του πληθυσμού) ταξινομούνται ως «μη πολίτες» κι άλλα 32.377 (1,4%) ως «αλλοδαποί».
Γλωσσικός αποκλεισμός
Οι πρακτικές συνέπειες αυτού του αποκλεισμού δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητες. Οι «μη πολίτες» δεν διορίζονται στο Δημόσιο, δεν ψηφίζουν στις βουλευτικές εκλογές, δεν μπορούν να θέσουν πουθενά υποψηφιότητα, ούτε να συμμετάσχουν σε κόμμα. Στη Λετονία δεν μπορούν, επιπλέον, να ασκήσουν μια σειρά από επαγγέλματα.
Μόνο η Λιθουανία έμεινε έξω από το παιχνίδι, πολιτογραφώντας το σύνολο των μόνιμων κατοίκων της ως πολίτες του νέου κράτους (1991). Το σχετικά μικρό ποσοστό του μειονοτικού πληθυσμού έπαιξε προφανώς ρόλο σ' αυτή την επιλογή. Εξίσου σημαντική όμως ήταν και μια άλλη, ιστορική «λεπτομέρεια»: η πόλη του Βίλνιους, πολωνική ώς το 1940, προσαρτήθηκε στη Λιθουανία χάρη στη «σοβιετική κατοχή». Αν οι αλλαγές της τελευταίας πεντηκονταετίας κηρύσσονταν «παράνομες» και συνεπώς «άκυρες», η Λιθουανία θα έπρεπε να επιστρέψει στην Πολωνία την πρωτεύουσά της!
Η στέρηση της ιθαγένειας δεν είναι η μόνη διάκριση που υφίστανται οι φυλετικά «ακάθαρτοι» πολίτες των νέων κρατών-μελών της Ε.Ε. Μια δεύτερη σειρά αποκλεισμών έχει οικοδομηθεί πάνω στη βίαιη επιβολή της επίσημης εθνικής γλώσσας και σε βάρος όσων κρίνονται ανεπαρκείς ομιλητές της (επειδή, λ.χ., επί ΕΣΣΔ παρακολούθησαν ρωσόφωνα σχολεία).
Εσθονικός νόμος του 1995 επιβάλλει την πιστοποίηση ορισμένου επιπέδου γλωσσομάθειας ως προϋπόθεση της δημοσιοϋπαλληλικής ιδιότητας ή της άσκησης επαγγέλματος που «προϋποθέτει επικοινωνία με το κοινό». Μέχρι το 2002 το ίδιο απαιτούνταν και για την υποβολή υποψηφιότητας για οποιοδήποτε αιρετό δημόσιο αξίωμα. Ειδική υπηρεσία κάνει ελέγχους (κι επιβάλλει πρόστιμα) στις ιδιωτικές επιχειρήσεις που παραβιάζουν αυτές τις προδιαγραφές.
Τα ίδια και χειρότερα ισχύουν στη Λετονία. Νόμος του 1992 υποχρέωσε όλους τους εργαζόμενους να υποβληθούν σε ειδικό γλωσσικό τεστ για να διατηρήσουν τη θέση τους, τους ιδιωτικούς φορείς να αλληλογραφούν ή να κρατούν πρακτικά μόνο στα λετονικά και πρόβλεψε την επιβολή προστίμων μέχρι και 450 ευρώ για αδικήματα όπως η «έλλειψη σεβασμού απέναντι στην επίσημη γλώσσα του κράτους».
Το 1999 νέος νόμος κήρυξε απαράδεκτα από τη διοίκηση τα ξενόγλωσσα έγγραφα, κάλεσε τους πολίτες να τροποποιήσουν τα ονόματά τους «σύμφωνα με τη λετονική γλωσσική παράδοση» κι εξήγγειλε τη μεσοπρόθεσμη επιβολή της λετονικής γλώσσας σε όλη τη δημόσια εκπαίδευση. Η πρώτη φάση του προγράμματος (υποχρεωτική διδασκαλία του 60% των μαθημάτων των μειονοτικών σχολείων στα λετονικά), υπερψηφίστηκε στις 5/2/2004 από ένα Κοινοβούλιο κυκλωμένο από χιλιάδες διαμαρτυρόμενους ρωσόφωνους μαθητές.
Να υποθέσουμε πως μια καινούρια Βόρεια Ιρλανδία βρίσκεται στα σκαριά; Μεσοπρόθεσμα, τουλάχιστον...
*
Ένα επίκαιρο άρθρο
ΟΙ ΝΕΟΙ ΒΑΛΤΙΚΟΙ ΜΑΣ ΕΤΑΙΡΟI
Από τα Ες-Ες στην Ε.Ε.
Ερχονται, και εκπροσωπούν τον κρατικό ρατσισμό, το θεσμοποιημένο αντικομμουνισμό και το μεταμοντέρνο απαρτχάιντ του αποκλεισμού χιλιάδων «μη πολιτών» τους. Είναι τα αγαπημένα παιδιά της ευρωπαϊκής ελίτ.
Κλείνοντας για τις εκλογές, η Βουλή επικύρωσε την περασμένη Τρίτη την ένταξη δέκα νέων χωρών στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Για ευνόητους λόγους, στη σχετική συζήτηση κυριάρχησε το ζήτημα της Κύπρου. Με την αναμενόμενη εξαίρεση του ΚΚΕ, κανείς δεν φάνηκε να ασχολείται με τους υπόλοιπους προσεχείς μας εταίρους.
Κι όμως, τα πολιτικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά της μελλοντικής Ευρώπης θα καθοριστούν σε μεγάλο βαθμό απ' αυτή τη διεύρυνση. Οφείλουμε ως εκ τούτου να είμαστε κάπως προσεκτικοί όσον αφορά το ποιόν των καθεστώτων που θα συνδιαμορφώσουν την πορεία μας. Πόσο μάλλον όταν κάποια από αυτά έχουν ήδη εκδηλώσει τις προθέσεις τους.
Ο λόγος για τα τρία κράτη της Βαλτικής (Εσθονία, Λετονία, Λιθουανία), τις μόνες πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες που γίνονται δεκτές στην Ε.Ε.
Οπως ήδη ανακοινώθηκε, η ένταξή τους θα συνοδευτεί από την έκδοση διακήρυξης για την «ιστορική καταδίκη» του κομμουνισμού -και μιας «απαίτησης» προς το Ευρωκοινοβούλιο να πράξει το ίδιο. «Θέλουμε να στείλουμε ένα σαφές μήνυμα», δήλωσε η εκπρόσωπος του εσθονικού υπ. Δικαιοσύνης. «Η Ε.Ε. πρέπει να καταλάβει, κι αυτή, τι συνέβη» (27/11/03).
Στου κρεμασμένου το σπίτι, βέβαια, δεν θα 'πρεπε να μιλάνε για σκοινί. Αν μη τι άλλο, τα συγκεκριμένα καθεστώτα κάθε άλλο παρά δικαιούνται να δίνουν μαθήματα δημοκρατίας και ανθρώπινων δικαιωμάτων. Εχουμε και λέμε:
Στη Λετονία, το Κ.Κ. έχει τεθεί εκτός νόμου από το 1991. Ακολούθησε, το 1993, η μόνιμη απαγόρευση της λειτουργίας κομμουνιστικών και ναζιστικών οργανώσεων. Βάσει της ίδιας διάταξης διαλύθηκε επίσης η «Ενωση για την Προστασία των Δικαιωμάτων των Βετεράνων» (παρτιζάνοι του Β' Παγκοσμίου Πολέμου). Για τις πολυάριθμες φασιστικές οργανώσεις και τους βετεράνους των SS, που ευδοκιμούν στη χώρα, ουδέποτε τέθηκε βέβαια παρόμοιο ζήτημα.
*Επιπλέον, η λετονική εκλογική νομοθεσία απαγορεύει την υποψηφιότητα οποιουδήποτε πολίτη «υπήρξε ενεργό μέλος» του Κ.Κ. ή άλλων «φιλοσοβιετικών» οργανώσεων μεταξύ Ιανουαρίου και Σεπτεμβρίου 1991 -όταν, δηλαδή, η ΕΣΣΔ δεν είχε ακόμη διαλυθεί, ούτε η ανεξαρτησία της Λετονίας αναγνωριστεί επίσημα από τη διεθνή κοινότητα! Το 1996 η απαγόρευση επεκτάθηκε και στους υποψήφιους για την τοπική αυτοδιοίκηση.
Κυνήγι μαγισσών
Βάσει αυτών των διατάξεων, στελέχη της αντιπολίτευσης έχουν κατά καιρούς οδηγηθεί στο εδώλιο ή στερηθεί τα (αιρετά) αξιώματά τους.
Το 1996 υποψήφιοι του Σοσιαλιστικού Κόμματος καταδικάστηκαν επειδή στις εκλογές του 1995 απέκρυψαν από το βιογραφικό τους (που υποχρεωτικά υποβάλλουν στις αρχές) κάποιες λεπτομέρειες της παλιάς τους συμμετοχής στο ΚΚΛ. Το 1997 ο δημοφιλής δήμαρχος του Νταουγκάβπιλς, Αλεξέι Βινταβίσκι, διώχθηκε με ανάλογες κατηγορίες. Το 1999 η δημοτική σύμβουλος της Ρίγας (και στέλεχος του μειονοτικού «Κινήματος για Ισονομία») Τατιάνα Ζντάνοκ αποκλείστηκε από τις εκλογές εξαιτίας του «κομμουνιστικού παρελθόντος» της.
Παράνομο είναι και το Κ.Κ. Λιθουανίας. Απαγορεύτηκε τον Αύγουστο του 1991 με απόφαση του Κοινοβουλίου, όπως και μια σειρά άλλες «οργανώσεις συνδεόμενες με τη σοβιετική κατοχή». Αίτημα της ηγεσίας του να ελεγχθεί η συνταγματικότητα της απαγόρευσης από το ανώτατο δικαστήριο της χώρας δεν έγινε δεκτό. Ειδικότερη πτυχή του θεσμικού αντικομμουνισμού αποτελούν οι δίκες παλιών κομμουνιστών για «αδικήματα» που διέπραξαν στα χρόνια της ΕΣΣΔ.
Η «κάθαρση» αυτή δεν περιορίζεται σε εκτελεστικά όργανα των μαζικών εκτοπίσεων του 1949 που πραγματοποιήθηκαν από τη NKVD για την καταστολή του αντικομμουνιστικού αντάρτικου των «αδελφών του δάσους».
Στη Λιθουανία, 6 ηγετικά στελέχη του τοπικού Κ.Κ. καταδικάστηκαν το 1999 σε ποινές κάθειρξης για την αποτυχημένη επέμβαση του σοβιετικού στρατού τον Ιανουάριο του 1991.
Οι κατηγορούμενοι χρεώθηκαν επιλογές της κυβέρνησης Γκορμπατσόφ, χωρίς να τεκμηριωθεί οποιαδήποτε συμμετοχή τους στη λήψη των σχετικών αποφάσεων. Καταδικάστηκαν επίσης για δημιουργία «αντικρατικών οργανώσεων», επειδή υποστήριξαν την παραμονή της Λιθουανίας στην ΕΣΣΔ, προτού η απόσχισή της ολοκληρωθεί ή αναγνωριστεί διεθνώς!
Το 1999, επίσης, 5 μέλη της πολωνικής μειονότητας καταδικάστηκαν σε φυλάκιση για το αδίκημα της «στάσης». Κατηγορούνταν ότι, ως στελέχη της τοπικής αυτοδιοίκησης, το 1990 είχαν ταχθεί δημόσια υπέρ της ΕΣΣΔ, διεκδικώντας για την περιφέρειά τους ένα καθεστώς τοπικής αυτονομίας. Επίσης ότι, ενώ η Λιθουανία εξακολουθούσε ν' αποτελεί τμήμα της ΕΣΣΔ, ενθάρρυναν τους νέους να καταταγούν στο σοβιετικό στρατό κι οργάνωσαν διαδηλώσεις που «υπονόμευσαν την εξουσία του λιθουανικού κράτους». Σύμφωνα με το Radio Free Europe (2/9/99), η πιο «επικίνδυνη» απ' αυτές «αφορούσε τη μεταφορά 4.000 ανθρώπων με λεωφορεία στο Βίλνιους στις 7/1/1991 για να διαδηλώσουν έξω από το Κοινοβούλιο εναντίον της κατάργησης των επιδοτήσεων σε βασικά είδη διατροφής».
Προχωρημένη η Λετονία
15η Μεραρχία Γρεναδιέρων Waffen SS - 1η Λετονική |
Ακόμη πιο προχωρημένη είναι η κατάσταση στη Λετονία. Εκεί, ακόμη και η ένοπλη αντίσταση κατά των ναζί θεωρείται έγκλημα, και πρώην παρτιζάνοι οδηγούνται στα δικαστήρια για «γενοκτονία του λετονικού λαού», κατηγορούμενοι ότι στη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου σκότωσαν συνεργάτες των Γερμανών!
Η πιο γνωστή περίπτωση είναι αυτή του 80άχρονου Βασίλι Κονονόφ. Τον Ιανουάριο του 2000 καταδικάστηκε σε 6άχρονη κάθειρξη για το φόνο, στις 27 Μαΐου 1944, 6 ανδρών της ναζιστικής «Βοηθητικής Αστυνομίας» και 3 συγγενών τους. Η διεθνής κατακραυγή οδήγησε σε απελευθέρωσή του κι επανεξέταση της υπόθεσης. Στις 4/10/2003, το δικαστήριο τον αθώωσε από την κατηγορία της «διάπραξης εγκλημάτων πολέμου», βρίσκοντάς τον απλώς ένοχο για το -παραγεγραμμένο- αδίκημα του «συμμοριτισμού». Η εισαγγελία προσέφυγε πάντως στο ανώτατο δικαστήριο, ζητώντας τον επιμερισμό ποινής.
Εξίσου σαφής υπήρξε η θέση της πολιτικής ηγεσίας της χώρας για την υπόθεση. «Ενας εγκληματίας είναι πάντα εγκληματίας», δήλωσε ο πρωθυπουργός Αντρις Σκέλε, ενώ η πρόεδρος της χώρας, Βάιρα Βίκι-Φραϊμπέργκα χαρακτήρισε την υπεράσπιση του Κονονόφ «κυνικό χλευασμό των εκατομμυρίων θυμάτων του σοβιετικού ολοκληρωτισμού».
Οι «πατριώτες» Ες - Ες
Η πολιτική και δικαστική αυτή επανεκτίμηση του παρελθόντος έχει μία ακόμη πλευρά: την αποκατάσταση, άλλοτε πανηγυρική κι άλλοτε στα μουλωχτά, χιλιάδων εγκληματιών πολέμου και ένοπλων συνεργατών των ναζί, που όχι μόνο δεν διώκονται αλλά έχουν αναγορευτεί και σε σύμβολα της «εθνικής αντίστασης»!
Πρόκειται για μια σκοτεινή πτυχή της τοπικής Ιστορίας, που η ρητορεία κατά του «σοβιετικού ολοκληρωτισμού» αφήνει συνήθως στην σκιά. Ενας μεγάλος αριθμός πολιτών των τριών χωρών (τουλάχιστον 50.000 Λιθουανοί, 140.000 Λετονοί και δεκάδες χιλιάδες Εσθονοί) πολέμησαν το 1941-44 στο πλευρό των χιτλερικών, ως οπλίτες των Waffen SS και της λεγόμενης «Βοηθητικής Αστυνομίας» (Schummo). Συνολικά, συγκροτήθηκαν δύο λετονικές και μία εσθονική μεραρχία των SS (η 15η, 19η και 20ή, αντίστοιχα), δύο διαφορετικά σώματα λιθουανών «εθελοντών», καθώς και 26 εσθονικά, 41 λετονικά και 35 λιθουανικά τάγματα Schummo.
Εκτός από τη Βαλτική, οι μονάδες αυτές έδρασαν επίσης σε Ουκρανία, Λευκορωσία και Πολωνία, πρωταγωνιστώντας στα ναζιστικά εγκλήματα: κάψιμο χωριών, μαζικές εκτελέσεις αμάχων και, κυρίως, στο Ολοκαύτωμα των Εβραίων και των Τσιγγάνων. Ορισμένες μονάδες, όπως το 12ο τάγμα των λιθουανικών Schummo, συγκαταλέγονταν στους αγριότερους φονιάδες του Γ' Ράιχ.
Η συμμετοχή της ντόπιας δεξιάς στο Ολοκαύτωμα υπερέβη, άλλωστε, κατά πολύ την απλή συνέργεια. Με την είσοδο της Βέρμαχτ στη Βαλτική, οι τοπικές αντικομμουνιστικές οργανώσεις γιόρτασαν την «απελευθέρωση» με τρομερά λουτρά αίματος. Στο Κάουνας, λ.χ., διαβάζουμε σε έκθεση της χιτλερικής Einsatzgruppe Α, «λιθουανοί παρτιζάνοι» σκότωσαν μέσα στην πρώτη βδομάδα 3.800 από τους 30.000 Εβραίους της πόλης, έκαψαν ολοκληρωτικά μερικά «εβραϊκά» οικοδομικά τετράγωνα και ισοπέδωσαν τις συναγωγές. Τα ίδια έγιναν και στην υπόλοιπη χώρα, «συμπεριλαμβάνοντας και κάποιους κομμουνιστές που δεν είχαν προλάβει να φύγουν».
Ενθουσιασμένη με τη δυναμική αυτού του γηγενούς «κινήματος αυτοκάθαρσης», η ίδια έκθεση υπολογίζει ότι ώς τις 15/10/41 είχαν εξοντωθεί 71.105 Εβραίοι στη Λιθουανία και 30.000 στη Λετονία. Μέχρι το τέλος του πολέμου, εξολοθρεύθηκαν συνολικά 212.000 Εβραίοι της Λιθουανίας (96,4% του προπολεμικού πληθυσμού) κι άλλοι 67.000 της Λετονίας (95,7%). Η πλειονότητα των 4.500 Εβραίων της Εσθονίας, αντίθετα, πρόλαβε να σωθεί ακολουθώντας τον Κόκκινο Στρατό.
Η στάση των επίσημων αρχών των τριών χωρών απέναντι σ' αυτή την κληρονομιά είναι το λιγότερο προβληματική. Την επαύριο λ.χ. της απόσχισης της Λιθουανίας, πρωτοσέλιδο δημοσίευμα των «New York Times» (5/9/1991) αποκάλυψε ότι ένας μεγάλος αριθμός ντόπιων εγκληματιών πολέμου είχε ήδη αποκατασταθεί, εν ζωή ή μετά θάνατον, με βάση ένα νόμο περί αμνηστίας του 1990. Σύμφωνα δε με το BBC (26/1/2000), τουλάχιστον 40 μέλη του διαβόητου Arajs Komando, της μονάδας που διεκπεραίωσε το Ολοκαύτωμα στη Λετονία, έχουν αποκατασταθεί -με συντάξεις- ως αντιστασιακοί.
Στην Εσθονία, οι βετεράνοι των Waffen SS παρελαύνουν κάθε Ιούλιο, παρασημοφορημένοι από το εκεί υπουργείο Αμυνας. Στις 26/6/1999 πραγματοποιήθηκε η επίσημη ανακομιδή των οστών του «μαχητή της ελευθερίας» Αλφόνς Ραμπάνε, διακεκριμένου αξιωματικού των SS που μετά τον πόλεμο είχε εγκατασταθεί στο Λονδίνο, διευθύνοντας για λογαριασμό της Ιντέλιτζενς Σέρβις το τοπικό αντικομμουνιστικό αντάρτικο. Η κυβέρνηση χρηματοδότησε την τελετή κι εκπροσωπήθηκε από την ηγεσία του εσθονικού ΓΕΣ.
Απαρτχάιντ αλά ευρωπαϊκά
Εσθονική Μεραρχία Waffen SS |
Θόρυβο προκάλεσε, αντίθετα, η ανέγερση ενός μνημείου των SS στην πόλη Πάρβου, τον Ιούλιο του 2002. Τελικά το τοπικό δημοτικό συμβούλιο απομάκρυνε το άγαλμα, η επιγραφή του οποίου ήθελε τα SS να έχουν πολεμήσει όχι μόνο «για την ελευθερία της Εσθονίας» αλλά και για εκείνη «της Ευρώπης». Βρισκόμασταν στις παραμονές της συνόδου της Κοπεγχάγης και, όπως εξήγησε σε συνέντευξη τύπου ο πρωθυπουργός Σιίμ Κάλας, τέτοιες πρωτοβουλίες κινδύνευαν να υπονομεύσουν την ένταξη της χώρας στην Ε.Ε. Την επόμενη χρονιά, η κυβέρνησή του φρόντισε να αποκαταστήσει τη ζημιά: εξήγγειλε η ίδια την ανέγερση νέου μνημείου, με κάπως λιγότερο χτυπητή αφιέρωση!
Στη Λετονία τα πράγματα είναι χειρότερα. Μέχρι το 1997 η ετήσια παρέλαση βετεράνων στις 16 Μαρτίου (επέτειος μιας επιχείρησης των SS το 1944) γινόταν με συμμετοχή εκπροσώπων της πολιτείας. Το 1998 το Κοινοβούλιο καθιέρωσε επίσημα την 16η Μαρτίου ως «ημέρα του λετονού στρατιώτη», απαγορεύοντας ταυτόχρονα τις (ανεπίσημες) εκδηλώσεις των βετεράνων του Κόκκινου Στρατού. Στις 29/10/1998, ψήφισμα της Βουλής αποκατέστησε επίσημα τα SS, απονέμοντας συντάξεις στα επιζώντα μέλη τους.
Αν και το 2000, ενόψει της ένταξης στην Ε.Ε., η «μέρα του στρατιώτη» μεταφέρθηκε σε άλλη ημερομηνία, το όλο ζήτημα παρέμεινε ανοικτό. Με τραγελαφικά, κάποτε, αποτελέσματα.
Τον περασμένο Σεπτέμβριο, λ.χ., η κυβέρνηση εγκαινίασε μνημείο για τους 25.000 Εβραίους που δολοφονήθηκαν το 1941 στο δάσος της Ρουμπούλα.
Λίγες μέρες μετά (27/9/03), ήρθε η σειρά της «άλλης πλευράς» να τιμηθεί, με τα εγκαίνια ενός νεκροταφείου των SS στο Λεστένε. Η τηλεόραση μετέδωσε ζωντανά την τελετή κι η επίσημη μπάντα του στρατού συνόδευσε τα «πατριωτικά» άσματα των συγκεντρωμένων ναζί. Την κυβέρνηση εκπροσώπησε η υπουργός Πολιτισμού Ινγκούνα Ριμπένα.
Ολα αυτά δεν είναι τίποτα, ωστόσο, μπροστά στο θεσμικό αποκλεισμό των πολυάνθρωπων ρωσόφωνων κοινοτήτων της Λετονίας και της Εσθονίας από τη δημόσια ζωή. Την αναβίωση, με δυο λόγια, του απαρτχάιντ για λόγους «φυλετικής ασφαλείας».
Οταν το 1991 οι χώρες της Βαλτικής αποσχίστηκαν από την ΕΣΣΔ, μεγάλο μέρος του πληθυσμού τους δεν ανήκε στις κυρίαρχες εθνότητες. Μόνο το 64,7% των κατοίκων της Εσθονίας ήταν Εσθονοί, το 53,7% της Λετονίας Λετονοί και το 80% της Λιθουανίας Λιθουανοί. Μ' εξαίρεση τη γηγενή πολωνική μειονότητα της Λιθουανίας (7,7%), η συντριπτική πλειονότητα των υπολοίπων ήταν είτε Ρώσοι είτε άλλοι Σλάβοι (Ουκρανοί, Λευκορώσοι κ.λπ.), συγκροτημένοι σε λίγο-πολύ ενιαίες ρωσόφωνες κοινότητες.
Ακόμη πιο «προβληματική» ήταν η κατάσταση στα αστικά κέντρα. Το ποσοστό των μελών της κυρίαρχης εθνότητας δεν ξεπερνούσε το 33% στη Ρίγα, το 47% στο Ταλίν, το 50% στο Βίλνιους, το 13% στο Νταουγκάβπιλς ή το 4% στη Νάρβα.
Για τους ντόπιους εθνικιστές, η κατάσταση αυτή είναι απλά το αποτέλεσμα μισού αιώνα σοβιετικής «αποικιοκρατίας». Με αποτέλεσμα, εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι που -είτε οι ίδιοι είτε οι γονείς τους- εγκαταστάθηκαν τον τελευταίο μισόν αιώνα στην περιοχή ως εργαζόμενοι συνήθως στη ραγδαία αναπτυσσόμενη τοπική βιομηχανία, να μεταβληθούν από τη μια μέρα στην άλλη σε «μετανάστες» -και μάλιστα ανεπιθύμητους, καθώς απειλούσαν τη δημογραφική υπεροχή των «γηγενών».
Η μεθοδολογία του αποκλεισμού τους ήταν εξαιρετικά απλή. Με επιχείρημα τον «παράνομο» χαρακτήρα (και συνεπώς την «ακυρότητα») της προσάρτησης της Βαλτικής στην ΕΣΣΔ, η καινούρια νομοθεσία της Εσθονίας (11/11/91) και της Λετονίας (22/6/94) παραχώρησε αυτοδίκαια τις αντίστοιχες ιθαγένειες μόνο σε όσους ήταν πολίτες αυτών των χωρών το 1940 ή απόγονοί τους. Ολοι οι υπόλοιποι μόνιμοι κάτοικοι έπρεπε να πολιτογραφηθούν εξαρχής με βάση μια ιδιαίτερα επώδυνη, εξευτελιστική κι εν πολλοίς αυθαίρετη διαδικασία:
*Στην Εσθονία, αίτηση δικαιούνται να υποβάλουν όσοι «μη πολίτες» ήταν μόνιμοι κάτοικοι της χώρας για 2 τουλάχιστον χρόνια ώς το 1990. (Το 1995, η απαίτηση αυξήθηκε σε 5 χρόνια). Δεν το δικαιούνται όσοι εργάστηκαν στο στρατό ή τα σώματα ασφαλείας της ΕΣΣΔ, όσοι έχουν λερωμένο ποινικό μητρώο κι όσοι στερούνται «επαρκές σταθερό εισόδημα». Για την πολιτογράφηση οι υποψήφιοι πρέπει να δώσουν γραπτές εξετάσεις στην εσθονική γλώσσα και (μετά το 1995) στην Ιστορία, το Σύνταγμα και το Δίκαιο Ιθαγενείας της χώρας. Το ποσοστό απόρριψης όσων τολμούν να υποβληθούν σ' αυτή τη διαδικασία ξεπέρασε πέρυσι το 35%.
*Ακόμη περισσότερα προβλέπονται από τη λετονική νομοθεσία. Οι υποψήφιοι εξετάζονται επιπλέον στον εθνικό ύμνο της χώρας και γράφουν «έκθεση με θέμα κοινωνικού περιεχομένου που τους δίνεται από την επιτροπή». Μέχρι το 1998 δικαίωμα υποψηφιότητας είχαν μονάχα ορισμένες κατηγορίες ατόμων -όταν και όποτε καλούνταν από τις αρχές να το ασκήσουν. Πολύ περισσότεροι, τέλος, αποκλείονται εκ προοιμίου από την ιθαγένεια: μεταξύ άλλων, όσοι έχουν καταδικαστεί για «αντισυνταγματική δραστηριότητα», «διέδιδαν κομμουνιστικές ή άλλες ολοκληρωτικές ιδέες» μετά το 1990 ή ήταν μέλη 6 κομμουνιστικών και φιλοσοβιετικών οργανώσεων μετά τις 13/1/1991.
Ως εκ τούτου, μεγάλο μέρος του μόνιμου πληθυσμού παραμένει ξεκρέμαστο, με την επίσημη ιδιότητα του «μη πολίτη» και, συχνά, χωρίς ιθαγένεια. Στην Εσθονία 163.000 «μη πολίτες» (το 12% του πληθυσμού) παραμένουν μέχρι σήμερα ανιθαγενείς, ενώ άλλοι 78.000 υποχρεώθηκαν να πάρουν τη ρωσική ιθαγένεια και να καταστούν -έτσι- αλλοδαποί στην ίδια τους την πατρίδα. Χειρότερη είναι η κατάσταση στη Λετονία, όπου 494.319 άτομα (21,3% του πληθυσμού) ταξινομούνται ως «μη πολίτες» κι άλλα 32.377 (1,4%) ως «αλλοδαποί».
Γλωσσικός αποκλεισμός
Οι πρακτικές συνέπειες αυτού του αποκλεισμού δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητες. Οι «μη πολίτες» δεν διορίζονται στο Δημόσιο, δεν ψηφίζουν στις βουλευτικές εκλογές, δεν μπορούν να θέσουν πουθενά υποψηφιότητα, ούτε να συμμετάσχουν σε κόμμα. Στη Λετονία δεν μπορούν, επιπλέον, να ασκήσουν μια σειρά από επαγγέλματα.
Μόνο η Λιθουανία έμεινε έξω από το παιχνίδι, πολιτογραφώντας το σύνολο των μόνιμων κατοίκων της ως πολίτες του νέου κράτους (1991). Το σχετικά μικρό ποσοστό του μειονοτικού πληθυσμού έπαιξε προφανώς ρόλο σ' αυτή την επιλογή. Εξίσου σημαντική όμως ήταν και μια άλλη, ιστορική «λεπτομέρεια»: η πόλη του Βίλνιους, πολωνική ώς το 1940, προσαρτήθηκε στη Λιθουανία χάρη στη «σοβιετική κατοχή». Αν οι αλλαγές της τελευταίας πεντηκονταετίας κηρύσσονταν «παράνομες» και συνεπώς «άκυρες», η Λιθουανία θα έπρεπε να επιστρέψει στην Πολωνία την πρωτεύουσά της!
Η στέρηση της ιθαγένειας δεν είναι η μόνη διάκριση που υφίστανται οι φυλετικά «ακάθαρτοι» πολίτες των νέων κρατών-μελών της Ε.Ε. Μια δεύτερη σειρά αποκλεισμών έχει οικοδομηθεί πάνω στη βίαιη επιβολή της επίσημης εθνικής γλώσσας και σε βάρος όσων κρίνονται ανεπαρκείς ομιλητές της (επειδή, λ.χ., επί ΕΣΣΔ παρακολούθησαν ρωσόφωνα σχολεία).
Εσθονικός νόμος του 1995 επιβάλλει την πιστοποίηση ορισμένου επιπέδου γλωσσομάθειας ως προϋπόθεση της δημοσιοϋπαλληλικής ιδιότητας ή της άσκησης επαγγέλματος που «προϋποθέτει επικοινωνία με το κοινό». Μέχρι το 2002 το ίδιο απαιτούνταν και για την υποβολή υποψηφιότητας για οποιοδήποτε αιρετό δημόσιο αξίωμα. Ειδική υπηρεσία κάνει ελέγχους (κι επιβάλλει πρόστιμα) στις ιδιωτικές επιχειρήσεις που παραβιάζουν αυτές τις προδιαγραφές.
Τα ίδια και χειρότερα ισχύουν στη Λετονία. Νόμος του 1992 υποχρέωσε όλους τους εργαζόμενους να υποβληθούν σε ειδικό γλωσσικό τεστ για να διατηρήσουν τη θέση τους, τους ιδιωτικούς φορείς να αλληλογραφούν ή να κρατούν πρακτικά μόνο στα λετονικά και πρόβλεψε την επιβολή προστίμων μέχρι και 450 ευρώ για αδικήματα όπως η «έλλειψη σεβασμού απέναντι στην επίσημη γλώσσα του κράτους».
Το 1999 νέος νόμος κήρυξε απαράδεκτα από τη διοίκηση τα ξενόγλωσσα έγγραφα, κάλεσε τους πολίτες να τροποποιήσουν τα ονόματά τους «σύμφωνα με τη λετονική γλωσσική παράδοση» κι εξήγγειλε τη μεσοπρόθεσμη επιβολή της λετονικής γλώσσας σε όλη τη δημόσια εκπαίδευση. Η πρώτη φάση του προγράμματος (υποχρεωτική διδασκαλία του 60% των μαθημάτων των μειονοτικών σχολείων στα λετονικά), υπερψηφίστηκε στις 5/2/2004 από ένα Κοινοβούλιο κυκλωμένο από χιλιάδες διαμαρτυρόμενους ρωσόφωνους μαθητές.
Να υποθέσουμε πως μια καινούρια Βόρεια Ιρλανδία βρίσκεται στα σκαριά; Μεσοπρόθεσμα, τουλάχιστον...
(Ελευθεροτυπία, 15/2/2004)
---
*
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου