Τρίτη 29 Μαΐου 2018

Το ΚΚΕ και το λεγόμενο "Μακεδονικό ζήτημα"

*
stavrosx1
***
*
Για το λεγόμενο «Μακεδονικό ζήτημα»

Η Ελλάδα μετά τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου (1913)
Με αφορμή τις εξελίξεις σε σχέση με τη διαπραγμάτευση για το όνομα της ΠΓΔΜ και τα όσα διάφορα γράφονται για τις θέσεις του ΚΚΕ, δημοσιεύουμε αποσπάσματα από σχετικό κείμενο του ΠΓ που είχε συζητηθεί εσωκομματικά στην Οργάνωση Περιοχής της Δυτικής Μακεδονίας, το 1995

Ορισμένες ιστορικές πλευρές του ζητήματος


Στην ελληνική, αλλά και στην παγκόσμια ιστοριογραφία, το «Μακεδονικό ζήτημα» αναφέρεται ως μέρος του γνωστού «Ανατολικού ζητήματος». Ομως, μεταξύ του «Ανατολικού» και του «Μακεδονικού ζητήματος» υπήρξε μια ουσιαστική διαφορά:

Το πρώτο ήταν, κυρίως, αγώνας των ευρωπαϊκών δυνάμεων για το διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και το μοίρασμα των οθωμανικών εδαφών ανάμεσά τους. Το δεύτερο υπήρξε ένας αδυσώπητος αγώνας, διαπλεκόμενων διεκδικήσεων, τριβών και ένοπλων αναμετρήσεων, για την προσάρτηση των εδαφών του γεωγραφικού διαμερίσματος της Μακεδονίας, μεταξύ των γειτονευομένων με αυτό, βαλκανικών κρατών, που υποκινούνταν και ενθαρρύνονταν από τις τότε μεγάλες δυνάμεις, ανάλογα με τα συμφέροντά τους.

Το 1878, με τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου και τις αποφάσεις του Συνεδρίου του Βερολίνου, δίπλα στα τρία βαλκανικά κράτη που υπήρχαν (Ελλάδα, Σερβία, Μαυροβούνιο), εμφανίστηκε και ένα τέταρτο, η Βουλγαρία, που τα σύνορά της εκτείνονταν από τον Δούναβη έως το Αιγαίο. Μεταξύ των τεσσάρων αυτών βαλκανικών κρατών, εξακολουθούσε και μετά το 1878 να υπάρχει μια οθωμανική ζώνη, η οποία άρχιζε από την Κωνσταντινούπολη και εκτεινόταν μέχρι την Πρέβεζα και το Δυρράχιο και χώριζε τα νεοσύστατα βαλκανικά κράτη.

Κοινή, λοιπόν, επιδίωξη και των τεσσάρων βαλκανικών κρατών ήταν η απελευθέρωση των αλύτρωτων ομοεθνών τους, που ζούσαν σ' αυτήν τη ζώνη, και η προσάρτηση αυτών των οθωμανικών εδαφών. Καθένα από αυτά τα κράτη έβλεπε με διαφορετικά κριτήρια τη σύνθεση του πληθυσμού της περιοχής: Οι Ελληνες έβλεπαν κυρίως Ελληνες, οι Βούλγαροι Βούλγαρους και οι Σέρβοι Σέρβους. Για τη δικαιολόγηση των διεκδικήσεών τους, καθένα από τα βαλκανικά κράτη χρησιμοποιούσε διάφορα επιχειρήματα ή προσχήματα.

Οπως είναι γνωστό, οι Σλάβοι κατέβηκαν στη Νότια Βαλκανική μετά τον 6ο μ.Χ. αιώνα.

Για πολλούς αιώνες οι πληθυσμοί της Μακεδονίας ζούσαν χωρίς σύνορα. Ερχονταν σε επαφή μεταξύ τους, συναλλάσσονταν και ανέπτυσσαν πολύμορφες σχέσεις. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, ένα μέρος του πληθυσμού - κυρίως στην ύπαιθρο - να μιλά τη σλαβική διάλεκτο. Ομως, στον ίδιο γεωγραφικό χώρο υπήρχαν και πληθυσμοί που μιλούσαν την ελληνική, την αλβανική (αρβανίτικη), την εβραϊκή, την αρμένικη, την τουρκική και την κουτσοβλάχικη ή αρουμανική. Υπήρχαν, επίσης, και πληθυσμοί που χρησιμοποιούσαν ένα μεικτό γλωσσικό ιδίωμα - κάτι μεταξύ βουλγαρικής και σερβικής γλώσσας, με πλήθος από αλβανικές, τουρκικές και ελληνικές λέξεις παραφθαρμένες. Ολα αυτά, βέβαια, δεν συνιστούν καμιά χωριστή «μακεδονική» γλώσσα. Είναι, επομένως, αντιιστορικοί και αvτιεπιστημονικοί oι ισχυρισμοί περί ύπαρξης χωριστής και μάλιστα ενιαίας «μακεδονικής» γλώσσας.

Ομως, ούτε η εθνολογική σύνθεση της επίμαχης γεωγραφικής περιοχής της Μακεδονίας δεν τεκμηριώνει επιστημονικά τους ισχυρισμούς περί ύπαρξης χωριστής «μακεδονικής» εθνότητας. Τέτοια εθνότητα δεν υπήρξε ποτέ. Υπήρχαν στη Μακεδονία πληθυσμοί ελληνόφωνοι - ελληνικής καταγωγής, Σλαβόφωνοι - σλαβικής καταγωγής (Σέρβοι, Βούλγαροι, Σλάβοι γενικά), Σλαβόφωνοι ελληνικής καταγωγής (γραικομάνοι), Αρβανίτες, Βλάχοι (Ελληνοβλάχοι και Ρουμανοβλάχοι), Τούρκοι, Αρμένηδες και Εβραίοι, αλλά σε καμιά περίπτωση χωριστή «μακεδονική» εθνότητα.

Το «Μακεδονικό ζήτημα» δεν υπήρξε απλά μια εθνικιστική διαμάχη, κυρίως ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Βουλγαρία, όπως ισχυρίζεται η άρχουσα τάξη της χώρας μας (και όχι μόνο). Προϋπήρχαν της εθνικιστικής διαμάχης, αλλά και τη συνοδεύουν οξύτατα κοινωνικά προβλήματα. Η φεουδαρχική εκμετάλλευση, για παράδειγμα, των χριστιανικών πληθυσμών (Ελλήνων και Σλάβων), όχι μόνο από τους Οθωμανούς, αλλά και από το Πατριαρχείο, ώθησε ένα κομμάτι του πληθυσμού - κυρίως στην ύπαιθρο - στη Βουλγαρική Εξαρχεία, μετά την ανακήρυξή της. Απ' την άλλη μεριά, η μία από τις δύο πολιτικές οργανώσεις των Σλάβων, η IMRO (Σεντραλιστές) - επηρεασμένοι από τους Ιταλούς Καρμπονάρους - πρόβαλε όχι μόνο αντιοθωμανικά, αλλά και αντιφεουδαρχικά συνθήματα (όπως η διανομή της γης) και επηρέαζε σημαντικό κομμάτι του πληθυσμού, ενώ η επίσημη Ελλάδα και η άρχουσα τάξη (τόσο της Ελλάδας όσο και της Βουλγαρίας) έβλεπε με εχθρικό μάτι τέτοια συνθήματα.

Επομένως, η κοινωνικοπολιτική διάσταση του «Μακεδονικού ζητήματος» είναι εξίσου σημαντική, για να μην πούμε σημαντικότερη, από την εθνική, κάτι που η επίσημη Ιστορία διαστρεβλώνει κατάφωρα.

Οπως είναι γνωστό, ο Α' Βαλκανικός Πόλεμος (1912) είχε ως αποτέλεσμα την απελευθέρωση των υπόδουλων πληθυσμών των περιοχών της Ηπείρου, Μακεδονίας και Δυτ. Θράκης (καθώς και άλλων βαλκανικών περιοχών) από την οθωμανική σκλαβιά. Ομως, ως αποτέλεσμα των κυρίαρχων τάξεων της Βαλκανικής και της υποδαύλισης της εθνικής εχθρότητας και του σωβινισμού από τις μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις της εποχής, το 1913 ξέσπασε ανάμεσα στα βαλκανικά κράτη ο Β' Βαλκανικός Πόλεμος, με τη λήξη του οποίου (Συνθήκη του Βουκουρεστίου) καθορίστηκαν τελεσίδικα τα σύνορα των βαλκανικών χωρών.

Από το γεωγραφικό χώρο της Μακεδονίας, η Ελλάδα πήρε το 51,57%, η Σερβία το 38,32% και η Βουλγαρία το 10,11%. Ας σημειωθεί ότι η νότια περιοχή, που περιήλθε στην Ελλάδα, ταυτιζόταν περίπου με τα όρια: Της λεγόμενης «ιστορικής» Μακεδονίας των κλασικών χρόνων, με μόνη διαφορά ότι μια μικρή λωρίδα παρέμεινε στη σερβική και βουλγαρική περιοχή.

Από τη διανομή, όμως, αυτή των μακεδονικών εδαφών, τα ζητήματα των εθνοτήτων και μειονοτήτων περιπλέχθηκαν, γιατί έξω από τα ελληνικά σύνορα έμειναν ελληνικοί και ελληνόφωνοι πληθυσμοί (π.χ. Μοναστήρι), ενώ, μέσα σ' αυτά, παρέμεναν αρκετοί Σέρβοι, Βούλγαροι και Σλαβόφωνοι γενικά (π.χ. Δυτ. Μακεδονία). Αντίστοιχα συνέβη και μεταξύ Σερβίας και Βουλγαρίας.

Κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά από αυτόν, πραγματοποιήθηκαν μια σειρά ανταλλαγές πληθυσμών μεταξύ των βαλκανικών χωρών, που επέφεραν ριζική αλλαγή στη σύνθεση του πληθυσμού της περιοχής. Ιδιαίτερα μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, η εθνολογική σύνθεση του ελληνικού χώρου της Μακεδονίας και της Θράκης άλλαξε ριζικά. Επομένως, η θέση του ΚΚΕ για «ενιαία και ανεξάρτητη Μακεδονία και Θράκη» (στο πλαίσιο της Βαλκανικής Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας) ήταν λαθεμένη, αφού δεν ανταποκρινόταν πια στην πραγματικότητα (όπως λαθεμένη ήταν και η θέση της 5ης Ολομέλειας του 1949). Η θέση αυτή ανακλήθηκε το 1935.

Την περίοδο του Μεσοπολέμου, οι εξελίξεις στην ελληνική πολιτική ζωή και ειδικότερα στο μακεδονικό χώρο έδειχναν ότι το παλιό «Μακεδονικό ζήτημα» έτεινε να εκλείψει αντικειμενικά.

Υπήρχαν, ωστόσο, μερικά γεγονότα, που συντελούσαν στη μεγαλοποίηση του ζητήματος και στην αναβολή της οριστικής επίλυσής του.

Συγκεκριμένα:

-- Το Σεπτέμβρη του 1924 υπογράφηκε ελληνο-βουλγαρική συμφωνία (γνωστή ως «Πρωτόκολλο Πολίτη - Κάλφωφ»), που αναγνώριζε ότι όλοι οι Σλαβόφωνοι της Δυτ. Μακεδονίας ήταν βουλγαρικής καταγωγής. Αυτή η συμφωνία, η οποία προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων στην Ελλάδα και διαμαρτυρία της κυβέρνησης της Γιουγκοσλαβίας, θα τους έδινε τη δυνατότητα να επικαλούνται δικαιώματα εθνικής μειονότητας, σύμφωνα με τις αρχές της Κοινωνίας των Εθνών.

-- Η δικτατορία της 4ης Αυγούστου (1936 - 1941) ακολούθησε πολιτική βίαιου εξελληνισμού των Σλαβόφωνων (οι οποίοι δεν είχαν όλοι βουλγαρική ή σερβική συνείδηση, αλλά, πολλοί από αυτούς, ελληνική ή και καμία εθνική συνείδηση, θεωρώντας τον εαυτό τους Σλάβους γενικά). Με αυστηρά διοικητικά μέτρα, απαγόρευσε να μιλούν το γλωσσικό τους ιδίωμα, με εξορίες και άλλες διώξεις, το μόνο που πέτυχε ήταν να σπρώξει ένα κομμάτι τους ψυχικά προς τη Βουλγαρία και ύστερα προς τη Γιουγκοσλαβία και την πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας.

Οταν άρχισε ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος, από το παλιό «Μακεδονικό ζήτημα» δεν υπήρχε άλλο ίχνος, παρά οι 80.000 - 100.000 Σλαβόφωνοι της Δυτ. Μακεδονίας, οι οποίοι, όπως προαναφέραμε, δεν ήταν κατ' ανάγκη Σέρβοι ή Βούλγαροι, αλλά ήταν δυσαρεστημένοι από την ελληνική πολιτική της περιόδου 1936 - 1941.

Οταν οι Βούλγαροι φασίστες, σύμμαχοι του Αξονα, μπήκαν σαν κατακτητές στην ελληνική και σερβική Μακεδονία, προσπάθησαν να αξιοποιήσουν τους Σλαβόφωνους και, με ποικίλες μεθόδους, να επιφέρουν πληθυσμιακή αλλοίωση. Οταν, όμως, από το 1943 διαφάνηκε ότι ο πόλεμος θα λήξει με ήττα του Αξονα, αλλά και χάρη στην πατριωτική και διεθνιστική δράση του ΚΚΕ και του ΕΑΜ - ΕΛΑΣ (που αναγνώρισε την ιδιαιτερότητα αυτού του κομματιού του πληθυσμού), οι Σλαβόφωνοι άρχισαν να απεγκλωβίζονται από την επιρροή των Βουλγάρων και να προσχωρούν στις αντιστασιακές οργανώσεις του ΕΑΜ.

Το καλοκαίρι του 1944, επειδή κάποια τάγματα Σλαβόφωνων που υπάγονταν στον ΕΛΑΣ δεν υπάκουαν σ' αυτόν, αλλά στους Γιουγκοσλάβους του Τίτο, ο ΕΛΑΣ αναγκάστηκε να τα απομακρύνει προς το γιουγκοσλαβικό έδαφος. Πολλοί από αυτούς, το 1945 (μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας), ξαναγύρισαν και εντάχθηκαν στις γραμμές του ΔΣΕ.

Το Γενάρη του 1949, η 5η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ, με εισήγηση του Ζαχαριάδη, για λόγους τακτικής, επανέρχεται στην παλιά θέση για «ενιαία και ανεξάρτητη Μακεδονία και Θράκη». Η θέση αυτή ήταν λαθεμένη, αφού δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα, και αποσύρθηκε λίγους μήνες αργότερα.

Με τη λήξη του εμφυλίου, ένα σημαντικό κομμάτι από τους Σλαβόφωνους έφυγε, σαν πολιτικοί πρόσφυγες, στις σοσιαλιστικές χώρες, ενώ ένα άλλο, ως αποτέλεσμα των διώξεων, αλλά και για οικονομικούς λόγους, έφυγε, σαν μετανάστες, στη Δυτ. Ευρώπη και ιδιαίτερα στον Καναδά και την Αυστραλία.

Το «Μακεδονικό ζήτημα», ως ζήτημα τριβών και διεκδικήσεων ανάμεσα στις γειτονικές χώρες, έπαψε να υπάρχει αντικειμενικά.

Στη Γιουγκοσλαβία, ωστόσο, μετά τη ρήξη του Τίτο με τη Σοβιετική Ενωση, διαμορφωνόταν ήδη μια εσωτερική πολιτική, που επρόκειτο να περιπλέξει τις ελληνο-βουλγαρο-γιουγκοσλαβικές σχέσεις τις επόμενες δεκαετίες. Οι Γιουγκοσλάβοι προωθούσαν την ιδέα να χαρακτηρίσουν τους κατοίκους του γεωγραφικού χώρου της Μακεδονίας χωριστή «μακεδονική» εθνότητα (οι οποίοι ζούσαν όχι μόνο στο γιουγκοσλαβικό κομμάτι της Μακεδονίας, αλλά και στο ελληνικό και στο βουλγαρικό), που θα είχε το δικαίωμα να διεκδικήσει στο μέλλον ανεξάρτητη εθνική υπόσταση. Από εκείνη τη στιγμή άρχισε μια προσπάθεια αναδρομικής ερμηνείας όλης της ιστορίας του Μακεδονικού χώρου, για να θεμελιωθεί η θεωρία της χωριστής «μακεδονικής» εθνότητας, με χωριστή γλώσσα, καταγωγή και ιστορία. Ουσιαστικά πρόκειται για συστηματική πλαστογράφηση της Ιστορίας, που μεταφέρθηκε και σε χώρες υποδοχής μεταναστών (ΗΠΑ, Καναδάς, Αυστραλία).

Την πολιτική του Τίτο την ανέχτηκαν οι μετεμφυλιακές ελληνικές κυβερνήσεις και την υπέθαλψαν οι ιμπεριαλιστές, γιατί, μετά τη σύγκρουσή του με τη Σοβιετική Ενωση, μια τέτοια πολιτική εξυπηρετούσε τα σχέδιά τους για τη δημιουργία προβλημάτων στην περιοχή.

Πάντως, παρά τα όποια προβλήματα που υπήρχαν, χωρίς την ιμπεριαλιστική επέμβαση στην περιοχή και το διαμελισμό της Γιουγκοσλαβίας, δεν ήταν δυνατόν από μόνα τους να αναβιώσουν το παλιό «Μακεδονικό ζήτημα», το οποίο ως ζήτημα εδαφικών διεκδικήσεων έπαψε να υπάρχει.
Πώς εκφράζεται το πρόβλημα σήμερα

Κυρίως χάρη στη φιλειρηνική πολιτική των σοσιαλιστικών χωρών και στην αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων σε παγκόσμιο επίπεδο, οι διαβαλκανικές σχέσεις, μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο (και ιδιαίτερα μετά την υπογραφή της Τελικής Πράξης του Ελσίνκι), πέρασαν μια μακρόχρονη περίοδο συνεχούς βελτίωσης. Αναπτύχθηκαν σχέσεις φιλίας και συνεργασίας ανάμεσα στις βαλκανικές χώρες, με εξαίρεση την Τουρκία. Αποκορύφωμα αυτής της ανάπτυξης σχέσεων φιλίας και συνεργασίας υπήρξε η διαβαλκανική Διάσκεψη Κορυφής στο Βελιγράδι, το 1988.

Σε αυτό το πλαίσιο, το παλιό «Μακεδονικό ζήτημα» είχε αντικειμενικά εκλείψει. Για πάνω από 40 χρόνια οι γειτονικοί λαοί έζησαν μεταξύ τους ειρηνικά και ανέπτυξαν σχέσεις φιλίας και πολύμορφης συνεργασίας.

Υπήρχαν, ωστόσο, μερικά ζητήματα που σκίαζαν αυτές τις σχέσεις και που αποτέλεσαν την αντικειμενική βάση για την αναβίωση, μ' έναν τρόπο - ύστερα από το διαμελισμό της Γιουγκοσλαβίας - του λεγόμενου «Μακεδονικού ζητήματος».

Τέτοια ζητήματα ήταν:

-- Η πολιτική των διακρίσεων και των διώξεων που ακολούθησε η άρχουσα τάξη της Ελλάδας μετά τον εμφύλιο απέναντι στους Σλαβόφωνους, ιδιαίτερα τις δεκαετίες του '50 και του '60. Αυτή η πολιτική δεν βοηθούσε σημαντικό κομμάτι από τους Σλαβόφωνους να νιώσουν ισότιμοι πολίτες με τον υπόλοιπο πληθυσμό.

-- Το πρόβλημα των πολιτικών προσφύγων, οι οποίοι, ως «μη Ελληνες το γένος» (σύμφωνα με τις σχετικές Υπουργικές Αποφάσεις), δεν είχαν το δικαίωμα και δεν έχουν ακόμα, όχι μόνο του επαναπατρισμού, αλλά και των απλών επισκέψεων.

-- Η οικονομική καθυστέρηση της περιοχής (Ν. Φλώρινας και Καστοριάς, βόρειο τμήμα του Ν. Πέλλας, συνολικά η Δυτ. Μακεδονία), η οποία κατά κύριο λόγο οφειλόταν στη μετεμφυλιακή πολιτική της μισαλλοδοξίας και ενίσχυε το αίσθημα του πολίτη β' κατηγορίας σ' αυτές τις περιοχές.

-- Η ίδια η πολιτική της Γιουγκοσλαβίας και ιδιαίτερα της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας (σε μεγάλο βαθμό ανεξέλεγκτη από το Βελιγράδι, κυρίως μετά το 1985), που συνέχιζε να κάνει λόγο για «μακεδονική» εθνότητα και για καταπιεσμένες μειονότητες στην ελληνική και βουλγαρική Μακεδονία.

-- Η αξιοποίηση και υπόθαλψη του προβλήματος από τους Αμερικανούς ιμπεριαλιστές, ιδιαίτερα στις κοινότητες των μεταναστών.

Με την ανατροπή των σοσιαλιστικών καθεστώτων, άνοιξε ο δρόμος για την ανοιχτή ιμπεριαλιστική επέμβαση στα Βαλκάνια και την επιβολή της «Νέας Τάξης». Τα μέσα αυτής της επέμβασης ήταν πολύμορφα: Από την πολιτική του «διαίρει και βασίλευε» μέχρι την ανοιχτή στρατιωτική επέμβαση. Ενα από τα βασικά ήταν η αξιοποίηση και υπόθαλψη των (υπαρκτών και ανύπαρκτων) μειονοτικών ζητημάτων και η καλλιέργεια του εθνικισμού.

Ο διαμελισμός της Γιουγκοσλαβίας ήταν, πριν απ' όλα, αποτέλεσμα αυτής της επέμβασης. Υπήρχαν υπαρκτά προβλήματα στις σχέσεις των πρώην Γιουγκοσλαβικών Δημοκρατιών (αποτέλεσμα, σε μεγάλο βαθμό, της στρεβλής ανάπτυξης του σοσιαλισμού), αλλά, δίχως την ιμπεριαλιστική επέμβαση, δεν θα διαλυόταν η Γιουγκοσλαβία.

Οι ευθύνες των ελληνικών κυβερνήσεων (τόσο της ΝΔ όσο και του ΠΑΣΟΚ), αλλά και των άλλων πολιτικών δυνάμεων, πλην ΚΚΕ, είναι τεράστιες, μιας και συνταυτίστηκαν με την πολιτική του ιμπεριαλισμού.

Ο διαμελισμός της Γιουγκοσλαβίας αναζωπύρωσε, μ' έναν τρόπο, το «Μακεδονικό ζήτημα», κυρίως σε ό,τι αφορά τις σχέσεις της χώρας μας με την ΠΓΔΜ, την έξαρση του εθνικισμού, αλλά και προβλήματα που δημιουργήθηκαν στην περιοχή μας.

Οταν δημιουργήθηκε το νεοσύστατο κράτος της ΠΓΔΜ, οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας μας, πλην ΚΚΕ, αλλά και διάφοροι άλλοι κύκλοι (Εκκλησία, πανεπιστημιακοί, ΜΜΕ κ.ά.) καλλιέργησαν έναν άκρως επικίνδυνο εθνικισμό, πρόβαλαν εδαφικές διεκδικήσεις και προχώρησαν στην αδιέξοδη πολιτική της ονοματολογίας, πολιτική που όξυνε ακόμα περισσότερο τα προβλήματα που υπήρχαν.

Απ' την άλλη μεριά, η κυβέρνηση των Σκοπίων και διάφοροι εθνικιστικοί κύκλοι στην ΠΓΔΜ, έχοντας την υποστήριξη των ιμπεριαλιστών, πρόβαλαν έντονα το ζήτημα της αναγνώρισης «μακεδονικής» εθνότητας (και αντίστοιχα αλύτρωτης «μακεδονικής» εθνικής μειονότητας στο έδαφος της ελληνικής Μακεδονίας), εδαφικών διεκδικήσεων κ.ά.

Σε αυτό το πλαίσιο, ένα (μικρό σχετικά) κομμάτι των Σλαβόφωνων της περιοχής μας πρόβαλε το αίτημα της υπεράσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των «ντόπιων Μακεδόνων» και της αναγνώρισης «μακεδονικής» εθνικής μειονότητας. Δειλά στην αρχή, πιο έντονα στη συνέχεια.

Η κίνηση αυτή, σε μεγάλο βαθμό τροφοδοτούμενη από την έξαρση του εθνικισμού και με την καθοδήγηση ξένων κέντρων, έγινε προσπάθεια να βρει πολιτική έκφραση. Ετσι, δημιουργήθηκε η οργάνωση «ΜΑΚIΒΕ - Ουράνιο Τόξο», η οποία κατέβηκε αυτόνομα στις τελευταίες βουλευτικές (ανεξάρτητος υποψήφιος), ευρωβουλευτικές και νομαρχιακές εκλογές του 1994 (ψηφοδέλτιο). Η εκλογική της επιρροή είναι μικρή (5,38% στις ευρωεκλογές, 3,30% στις νομαρχιακές) και, πάντως, μικρότερη απ' ό,τι και οι ίδιοι υπολόγιζαν. Το επικίνδυνο, όμως, δεν είναι αυτό. Το επικίνδυνο είναι ότι η κίνηση αυτή εξυπηρετεί αντικειμενικά τα αποσταθεροποιητικά σχέδια των ιμπεριαλιστών στην περιοχή, οι οποίοι την κατευθύνουν και την ενισχύουν πολύμορφα (οικονομικά και πολιτικά). Οι περισσότεροι από αυτούς που ακολουθούν την κίνηση αυτή είναι άτομα καταπιεσμένα και παρασυρμένα. Ομως, τα ηγετικά της στελέχη, πολλά με ύποπτο πολιτικό παρελθόν, παίζουν ρόλο ύποπτο, δεν κρύβουν τις διασυνδέσεις τους με τους Αμερικανούς και κινούνται σε θέσεις εθνικιστικές και αντικομμουνιστικές.

Οπως και να 'χει, γίνεται μια συστηματική προσπάθεια να διαμορφωθεί σ' ένα τμήμα των Σλαβόφωνων «μακεδονική» εθνική συνείδηση και να αναβιώσει το παλιό «Μακεδονικό ζήτημα». Απ' την άλλη μεριά, οι ελληνικές κυβερνήσεις με την αδιέξοδη πολιτική τους, με την καλλιέργεια του εθνικισμού και την ταυτόχρονη υπόκλισή τους στα κελεύσματα της EE και των ΗΠΑ, με το να μην επιλύονται υπαρκτά προβλήματα, με το εμπάργκο κ.λπ., δεν βοηθούν στην επίλυση του προβλήματος. Αντίθετα, το συντηρούν και το οξύνουν.


Οι θέσεις του ΚΚΕ


Το ΚΚΕ, από την πρώτη στιγμή, κατήγγειλε την ιμπεριαλιστική επέμβαση στα Βαλκάνια και αποκάλυψε το ρόλο του ιμπεριαλισμού (τόσο της EE όσο και των ΗΠΑ) στο διαμελισμό της Γιουγκοσλαβίας. Αντιτάχθηκε στην αδιέξοδη πολιτική της ονοματολογίας και στο κύμα εθνικισμού και πατριδοκαπηλείας που καλλιεργούσαν οι αντιδραστικές πολιτικές δυνάμεις. Κάλεσε την κυβέρνηση να προβάλει αντιστάσεις στους διεθνείς οργανισμούς όπου συμμετέχει η Ελλάδα και να αναλάβει φιλειρηνικές πρωτοβουλίες στην περιοχή. Τόνισε την ανάγκη της ανάπτυξης ενός πολύμορφου φιλειρηνικού κινήματος μέσα στο λαό, του μόνου ικανού για να βάλει φρένο στον εθνικισμό και στα σχέδια του ιμπεριαλισμού.

Σχετικά με τις σχέσεις της χώρας μας με την ΠΓΔΜ: Για μας το κύριο δεν είναι το όνομα. Για μας το κύριο ζήτημα είναι η ύπαρξη εγγυήσεων, σε ό,τι αφορά το απαραβίαστο και την ασφάλεια των συνόρων, καθώς και τη μη ύπαρξη εδαφικών, μειονοτικών και άλλων διεκδικήσεων από καμιά πλευρά. Η οικοδόμηση μέτρων εμπιστοσύνης, ώστε οι γειτονικοί λαοί να ζήσουν ειρηνικά και ν' αναπτύξουν σχέσεις φιλίας και συνεργασίας, Είμαστε αντίθετοι στο εμπάργκο κατά του γειτονικού κράτους και, από την πρώτη στιγμή, προτείναμε απευθείας συνομιλίες, χωρίς τη διαμεσολάβηση των ιμπεριαλιστών.

Σχετικά με το ζήτημα των μειονοτήτων, γενικά:

Πιστεύουμε ότι πρέπει να αποτελούν γέφυρα φιλίας ανάμεσα στους λαούς και όχι να αξιοποιούνται για τη δημιουργία τριβών και διεκδικήσεων. Είμαστε αντίθετοι σε κάθε μορφή εθνικής, θρησκευτικής, φυλετικής, γλωσσικής, κοινωνικής και άλλης καταπίεσης και απαιτούμε πλήρη σεβασμό των δικαιωμάτων τους.

Σχετικά με το πρόβλημα που υπάρχει στην περιοχή μας. Η θέση μας είναι ξεκάθαρη: Υπάρχουν Σλαβόφωνοι. Υπάρχει πληθυσμός σλαβικής καταγωγής. Ολοι είναι Ελληνες πολίτες και πρέπει να αντιμετωπίζονται ισότιμα. Είμαστε αντίθετοι σε κάθε μορφής διάκριση σε βάρος τους και την αντιπαλεύουμε όπου και στο βαθμό που υπάρχει. Υποστηρίζουμε τον ελεύθερο επαναπατρισμό των πολιτικών προσφύγων που στερούνται αυτό το δικαίωμα «λόγω γένους». Υποστηρίζουμε την κατάργηση του εμπάργκο, το άνοιγμα των συνόρων και την ανάπτυξη σχέσεων φιλίας και ισότιμης συνεργασίας με τους γείτονές μας. Υποστηρίζουμε, γενικότερα, την οικονομική, την κοινωνική και πολιτιστική ανάπτυξη της περιοχής.

Δεν είναι σωστό όμως να δεχτούμε την ύπαρξη «μακεδονικής» εθνικής μειονότητας, για τους εξής λόγους:

Σύμφωνα με τη μαρξιστική αντίληψη «Εθνος είναι ιστορικά διαμορφωμένη σταθερή κοινότητα ανθρώπων, που εμφανίστηκε πάνω στη βάση της κοινότητας της γλώσσας, του εδάφους, της οικονομικής ζωής και της ψυχοσύνθεσης που εκδηλώνεται στην κοινότητα του πολιτισμού». Με βάση αυτήν την αντίληψη, δεν υπάρχει μακεδονικό έθνος (και αντίστοιχα ύπαρξη μακεδονικής εθνικής μειονότητας, ως κομμάτι αυτού του έθνους που έμεινε έξω από τα σύνορά του). Στο γεωγραφικό έδαφος της Μακεδονίας διασταυρώθηκαν πάρα πολλοί λαοί, γλώσσες και πολιτισμοί, που, για πολλούς αιώνες, έζησαν δίχως σύνορα και ανέπτυξαν μεταξύ τους πολύμορφες σχέσεις. Μετά την αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού, η γεωγραφική Μακεδονία χωρίστηκε στα τρία και κάθε λαός ακολούθησε τον δικό του δρόμο ανάπτυξης. Οι τάσεις αυτές ενισχύθηκαν από τις γενικότερες εξελίξεις των τελευταίων 80 χρόνων. Μάλιστα, μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, οι λαοί έζησαν και σε διαφορετικό κοινωνικοοικονομικό σύστημα. Επομένως, είναι αντιεπιστημονικοί οι ισχυρισμοί για ύπαρξη «μακεδονικού» έθνους και, μάλιστα, από αρχαιοτάτων χρόνων. Το έθνος δεν δημιουργείται ούτε στο δουλοκτητικό σύστημα, ούτε στη φεουδαρχία. Είναι προϊόν κυρίως των καπιταλιστικών σχέσεων. Αλλά ούτε και όλοι οι Σλαβόφωνοι έχουν ταυτόσημη εθνική συνείδηση. Η γλώσσα, από μόνη της, δεν προσδιορίζει το έθνος, αν λείπουν και τα άλλα στοιχεία που προαναφέραμε (και, πριν απ' όλα, η κοινωνικοοικονομική βάση).

Η αλήθεια είναι ότι γίνεται μια συνειδητή προσπάθεια να διαμορφωθεί σ' ένα τμήμα των Σλαβόφωνων «μακεδονική» εθνική συνείδηση. Είναι μια προσπάθεια που συνειδητά επιδιώκει να δημιουργήσει προβλήματα, στο πλαίσιο της πολιτικής του «διαίρει και βασίλευε». Τελευταία, μάλιστα, λανσάρεται, από κύκλους των ΗΠΑ, της Ευρωπαϊκής Ενωσης και με τα ψηφίσματα της ΔΑΣΕ η ιδέα του «αυτοπροσδιορισμού». Ομως υπάρχουν αντικειμενικά κριτήρια που προσδιορίζουν σε ποιο έθνος ή σε ποια πληθυσμιακή ομάδα ανήκει κάποιος. Εξάλλου, η Ευρωπαϊκή Ενωση, οι ιμπεριαλιστές γενικότερα επιδιώκουν, απ' τη μια μεριά, τη δημιουργία μικρών και αδύναμων κρατών στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη (και όχι μόνο), πραγματικών δορυφόρων τους, και, από την άλλη, την ενίσχυση των φυγόκεντρων τάσεων στο εσωτερικό των χωρών - μελών, προκειμένου να εξυπηρετηθεί ο στόχος για αποδυνάμωση των εθνικών κρατών που παραδοσιακά υπήρχαν, για να προχωρήσει η πολιτική ενοποίηση της EE, με τη δημιουργία ενός αυταρχικού ομοσπονδιακού υπερκράτους, υπό την απόλυτη κυριαρχία του μεγάλου κεφαλαίου και των πολυεθνικών.

Ενας ακόμη λόγος που υποστηρίζουμε κάτι τέτοιο είναι και το γεγονός ότι τυχόν αναγνώριση «μακεδονικής» εθνικής μειονότητας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, θα αποτελέσει, έτσι κι αλλιώς, το πρώτο βήμα για την αμφισβήτηση των συνόρων και του εδαφικού status στην περιοχή (κάτι, άλλωστε, που ορισμένοι το λένε ανοιχτά).

---
*

Δευτέρα 28 Μαΐου 2018

Όταν η διαφορετικότητα στην ενημέρωση πηγαίνει περίπατο

*
stavrosx1
***
*

Όταν μια κάμερα των ειδήσεων γράφει

για πολλούς, αλλά αποφασίζουν ελάχιστοι


Από τον Μανώλη Δημελλά,
Εικονολήπτης επικαίρων,
αρθρογράφο στη huffingtonpost.gr

Σπάνια θα συναντήσετε έναν επαγγελματία εικονολήπτη επικαίρων να σηκώνει την κάμερα του και να φαίνεται πως κάνει αγγαρεία. Η συγκεκριμένη εργασία ανέκαθεν ήταν ζόρικη μα κι άλλο τόσο δημιουργική. Αφού πετυχαίνει να συνδυάσει τη μαεστρία του κινηματογραφιστή, δηλαδή του ανθρώπου που γνωρίζει τις τεχνικές μεθόδους, μιλά τη γλώσσα της εικόνας κι έτσι φτάνει να χωρέσει τον τρισδιάστατο κόσμο μας στις δυο διαστάσεις με συνέπεια και πολλές φορές με βαθιά καλλιτεχνική πρόθεση.

Ταυτόχρονα ο ίδιος άνθρωπος έχει την ικανότητα να αναγνωρίζει τη δημοσιογραφική πτυχή της καθημερινότητας μέσα από το βιζέρ (οφθαλμοσκόπιο) πολύ πριν ακόμη πατήσει το κουμπί εγγραφής. Ο καμεραμάν ειδήσεων πρέπει να έχει ξεκαθαρίσει τη αξίζει να απαθανατίσει και τη να αφήσει πίσω. Κι όλα αυτά με μια γρήγορη ματιά, δίχως ρεπεράζ, χωρίς οδηγίες, λόγια και χαμένους χρόνους!

Γιατί τα επίκαιρα δεν έχουν πρόβες, ούτε σκηνοθέτες, σκηνικά και δοκιμαστικά, τα επίκαιρα είναι η καταγραφή των γεγονότων της εποχής, πέρα από χρωματιστές οπτικές, πολιτικές σκοπιμότητες και προπαγάνδες. Σας παρακαλώ μην μπερδεύεται τον λόγο (σπικάζ) που ντύνει τις εικόνες.

Η εξέλιξη της τεχνολογίας έδωσε προβάδισμα στην εύκολη χρήση των μηχανημάτων, θα αποφύγω να σας ταξιδέψω πίσω, στην εποχή των κινηματογραφικών μηχανών και του φιλμ, άλλωστε αυτό το υλικό ήταν πανάκριβο κι εκείνος που έπιανε τα ασήκωτα εργαλεία έπρεπε να σπουδάζει πολλά χρόνια τη χρήση τους.




Σήμερα φτάνει μια κορυφαία στιγμή κι όλοι μπορούν να γίνουν στιγμιαίοι εικονολήπτες, να ανεβάσουν τα πλάνα τους, να κερδίσουν μπράβο, likes, να χορτάσουν αυτοπεποίθηση.

Όμως για τον επαγγελματία, για αυτόν που βγάζει το ψωμί του από αυτή τη δουλειά, οι εργασιακές αλλαγές χορεύουν στο ξέφρενο ρυθμό της τεχνολογίας και δείχνουν προς την ανεργία.

Ειδικότερα στη χώρα μας ακολουθούν έναν γενικό κανόνα, όσο ελαφραίνουν οι κάμερες τόσο πιο «ελαφρύ» είναι και το αποτύπωμα της καθημερινότητας που ζητούν οι εργοδότες από το χειριστή της!

Αυτό βέβαια δεν ισχύει για αρκετά ξένα τηλεοπτικά κανάλια που σέβονται τον εαυτό τους, ανταγωνίζονται το διαδίκτυο και παλεύουν τόσο με ποιοτική, όσο και αποκλειστική εικόνα (και ήχο) να τραβήξουν τις αισθήσεις και τα μυαλά των τηλεθεατών. Έχουν καταλάβει ότι ο μόνος τρόπος για να ανταγωνιστούν τη θύελλα ψυχαγωγίας, με τις τρομακτικές παροχές ταινιών μέσα από το διαδίκτυο, δεν είναι άλλος από την άμεση και καθαρή ενημέρωση.

Κι όμως όλο και πιο συχνά ακούγεται το δόγμα των «ακριβών ειδήσεων».

Όπως επαναλαμβάνουν κάποιοι «ειδικοί» που κρατούν τεφτέρι, το καθημερινό κόστος παραγωγής ειδησεογραφικών εκπομπών είναι ασύμφορο, αυτοί λοιπόν αρχικά ξεκίνησαν, από τα πιο εύκολα θύματα, με τη μείωση των μελών στα εξωτερικά συνεργεία. Κι αυτό το μέτρο, σύμφωνα με αυτά τα μεγαλοστελέχη, δεν έφερε τα αναμενόμενα κέρδη, παρόλο που έφτασαν στα μονομελή συνεργεία απαξιώνοντας την φύση και το αντικείμενο της εργασίας. Ένας άνθρωπος-ορχήστρα καταγράφει εικόνα και ήχο, έπειτα παραδίδει το υλικό και συνεχίζει στο επόμενο θέμα, τυποποιημένη δουλειά, δίχως ίχνος συμμετοχής και πρωτότυπης σκέψης.




Το επόμενο βήμα φαίνεται πως είναι καθοριστικό κι έχει να κάνει με μια ιστορία που μέχρι σήμερα δούλευε πονηρά και στα μουλωχτά.

Παλαιότερα βάφτιζαν διάφορα θέματα ως «κοινής λήψεως» κι έπειτα τα μοίραζαν στα κανάλια κι όλοι ήταν ευχαριστημένοι, εκτός από τους τηλεθεατές, αλλά αυτοί συνήθως μετρούν μόνο όταν έρχεται η ώρα των διαφημίσεων.

Σήμερα λοιπόν κυοφορείται ένα σχέδιο παραγωγής ειδήσεων και ενημερωτικών εκπομπών από ένα τραστ, μια οικονομική ένωση, με πρώτο στόχο τη μείωση του κόστους.

Η πολυφωνία, ο πλουραλισμός και η όποια διαφορετικότητα στην ενημέρωση πηγαίνει περίπατο, μήπως γιατί γίνεται το καθημερινό ενοχλητικό αγκάθι;

Μάλιστα σε βάθος χρόνου οι πιθανές συνέργειες, στην παραγωγή ειδήσεων, θα επικεντρώνονται στον έλεγχο της πληροφορίας και σε όλο και πιο χαμηλού κόστους ενέργειες, δηλαδή θα απαξιώσουν την ουσία της ενημέρωσης. Αυτός είναι ο τελικός στόχος;

Άραγε ένα τηλεοπτικό κανάλι μπορεί να λέγεται ενημερωτικό και ταυτόχρονα να μην έχει ειδησεογραφική ομάδα;

Σύμφωνα με τον πρόσφατο νόμο Παπά, «κάθε αδειοδοτημένο κανάλι έχει την υποχρέωση των 400 θέσεων εργασίας πλήρους απασχόλησης, με βάση τις τρέχουσες συλλογικές συμβάσεις». Έχει ενδιαφέρον να δούμε πως οι «ειδικοί» σύμβουλοι των υπουργών και των καναλαρχών θα ξεπεράσουν κι αυτό το «πρόβλημα».

Ποιος θα χρεωθεί την κατρακύλα και την απαξίωση των ειδήσεων;
---
*

Σάββατο 26 Μαΐου 2018

Καταδικάζεται η βία απ' όπου κι αν προέρχεται;

*
stavrosx1
***
*


του Νίκου Μπογιόπουλου

Κάποιοι παριστάνουν ότι δεν μπορούν να ξεχωρίσουν το γιαούρτωμα από το ναζιστικό μαχαίρωμα… Παριστάνουν ότι δεν μπορούν να βρουν διαφορές ανάμεσα στο γιουχάρισμα και στην αποδοκιμασία από το λιντζάρισμα, τον τραμπουκισμό και τον αγελαίο φασισμό των ταγμάτων εφόδου… Παριστάνουν ότι δεν μπορούν να δουν τι χωρίζει το πέταγμα της μπογιάς από την εκτόξευση της μπουνιάς και της κλωτσιάς του αλήτικου χουλιγκανισμού που παριστάνει την «πολιτική δράση»…

Στην ουσία: Αναπαράγουν την αθλιότητα των «δυο άκρων». Τσουβαλιάζουν άλογα με πορτοκάλια για να βγάλουν… αλογοπορτόκαλα, όπως έλεγε ο γερο-Σκαρίμπας. Συκοφαντούν λαϊκούς αγώνες βαφτίζοντας «βία» την κοινωνική αντίσταση στην βαρβαρότητα. Αξιοποιούν φρικιαστικές προβοκάτσιες (π.χ Μαρφίν), αλείβουν σαν βούτυρο στο ψωμί της γκαιμπελικής τους προπαγάνδας «ακτιβισμούς» της πλάκας, για να τα συμψηφίσουν με την κτηνωδία.

Και έτσι, με αυτό τον τρόπο, όταν δεν τον υποδέχονται από την κύρια είσοδο, ανοίγουν στον φασισμό την πίσω πόρτα. Όμως, την ίδια ώρα που παριστάνουν τους επικριτές της βίας «από όπου κι αν προέρχεται», συλλαμβάνονται επ’ αυτοφόρω ως φορείς της πιο αποκρουστικής βίας , της ταξικής βίας.

Ας πάρουμε μια γεύση της θεωρητικής – ιδεολογικής τους σαθρότητας που δεν θα μπορούσε παρά να συνοδεύει την πολιτική υποκρισία τους:

«Κατεβαίνουνε, και ανάφτει του πολέμου αναλαμπή το τουφέκι ανάβει, αστράφτει, λάμπει, κόφτει το σπαθί./ Γιατί η μάχη εστάθει ολίγη; Λίγα τα αίματα γιατί; Τον εχθρό θωρώ να φύγει και στο κάστρο ν’ ανεβεί./ Ακούω κούφια τα τουφέκια, ακούω σμίξιμο σπαθιών, ακούω ξύλα, ακούω πελέκια, ακούω τρίξιμο δοντιών./ Με τα μάτια τους γυρεύουν όπου είν’ αίματα πηχτά, και μες στα αίματα χορεύουν με βρυχίσματα βραχνά/ Κοίτα χέρια απελπισμένα πώς θερίζουνε ζωές! Χάμου πέφτουνε κομμένα χέρια, πόδια, κεφαλές,/ και παλάσκες και σπαθία με ολοσκόρπιστα μυαλά, και με ολόσχιστα κρανία, σωθικά λαχταριστά./ Παντού φόβος και τρομάρα και φωνές και στεναγμοί παντού κλάψα, παντού αντάρα, και παντού ξεψυχισμοί./ Σαν ποτάμι το αίμα εγίνη και κυλάει στη λαγκαδιά, και το αθώο χόρτο πίνει αίμα αντίς για τη δροσιά./ Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά, και σαν πρώτα ανδρειωμένη, χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!».
Αυτό προφανώς και δεν είναι ο «ύμνος στη βία». Είναι αποσπάσματα και στίχοι από τον «Ύμνο εις την Ελευθερίαν». Και προέρχεται δια χειρός Διονυσίου Σολωμού. Οι κύριοι του «καταδικάζετε τη βία απ΄ όπου κι αν προέρχεται;» τι έχουν να πουν; Τον… καταδικάζουν τον Σολωμό; Τον… καταδικάζουν τον ελληνικό εθνικό ύμνο; Το «σε γνωρίζω από την κόψη του σπαθιού την τρομερή» το καταδικάζουν;

«Όταν η διοίκησις βιάζη, αθετή, καταφρονή τα δίκαια του λαού και δεν εισακούη τα παράπονα του, το να κάμη τότε ο λαός, ή κάθε μέρος του λαού, επανάστασιν, ν’ αρπάξη τα άρματα και να τιμωρηση του τυράννους του, είναι το πλέον ιερόν απ’ όλα τα δίκαια του και το πλέον απαραίτητον απ’ όλα τα χρέη του. Αν ευρίσκωνται όμως εις τόπον οπού είναι περισσότεροι τύραννοι, οι πλέον ανδρείοι πατριώτες και φιλελεύθεροι πρέπει να πιάσουν τα περάσματα των δρόμων και τα ύψη τωνβουνών, εν όσω ν’ ανταμωθούν πολλοί, να πληθύνη ο αριθμός των, και τότε ν’ αρχίσουν την επιδρομήν κατά των τυράννων (…)»
Αυτό δεν είναι συνταγή κάποιου «κουκουλοφόρου». Είναι απόσπασμα , από το «Νέα Πολιτική Διοίκησις», το επαναστατικό κείμενο του Ρήγα Φεραίου. Οι κύριοι του «καταδικάζετε τη βία απ΄ όπου κι αν προέρχεται;», πώς και δεν τον έχουν… καταδικάσει ακόμα τον Ρήγα;

Όταν ο Κολοκοτρώνης έπαιρνε στο κατόπι τον Δράμαλη στα Δερβενάκια, όσο να ‘ναι μια τόσο δα βία την άσκησε. Των κυρίων του «καταδικάζετε τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται;» πώς και τους ξέφυγε ο Γέρος του Μοριά;
«Σηκωθείτε παιδιά της Πατρίδας/ Η μέρα της δόξας έφθασε/ Ενάντια της τυραννίας μας/ Το ματωμένο λάβαρο υψώθηκε/ Ακούστε τον ήχο στα λιβάδια/ Το ουρλιαχτό αυτών των φοβερών στρατιωτών/ Έρχονται ανάμεσά μας/ Να κόψουν τους λαιμούς των γιων και των συζύγων σας./ Στα όπλα πολίτες/ Σχηματίστε τα τάγματά σας/ Προελάστε, προελάστε/ Αφήστε το μολυσμένο αίμα/ Να ποτίσει τα αυλάκια στα χωράφια μας./ Ιερή αγάπη για την Πατρίδα/ Οδήγησε και στήριξε τα εκδικητικά μας όπλα/ Ελευθερία, λατρευτή Ελευθερία/ Μπες στον αγώνα με τους υπερασπιστές σου/ Κάτω από τις σημαίες μας, άσε τη νίκη/ να σπεύσει σε σένα, ρωμαλέα δύναμη/ Έτσι ώστε στο θάνατο οι εχθροί σου/Να δουν το θρίαμβό σου και τη δόξα μας».
Αυτά τα «αιμοβόρα» λόγια είναι στίχοι από την «Μασσαλιώτιδα», τον εθνικό ύμνο της Γαλλίας. Σε αυτόν τον ύμνο στεκόταν προσοχή ο Ζισκάρ Ντε Στεν όταν παραχωρούσε το αεροπλάνο του για να γυρίσει από το Παρίσι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, το 1974. Οι κύριοι του «καταδικάζετε τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται;» ανάμεσα στον Ζισκάρ και στην Αντουανέτα, διαλέγουν την Αντουανέτα;


Ναι μεν «Η Ελευθερία οδηγεί το Λαό», αλλά με όπλα, με σπαθιά και γιαταγάνια; Τς, τς, τς… Αλήθεια, των κυρίων «καταδικάζετε τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται;», πώς και τους ξέφυγε (και) ο Ντελακρουά;
Αλλά ας θυμηθούμε και κείνο το τραγούδι της Αντίστασης:

«Δε φοβάμαι την κρεμάλα, δε φοβάμαι το σκοινί/Και στο διάβα μου όλοι τρέμουν ράλληδες και γερμανοί/ Ράλληδες, ταγματαλήτες, μπουραντάδες, γερμανοί/ Τα κεφάλια σας θα πέσουν, απ’ τ’ αντάρτικο σπαθί»
Ή και το άλλο «Το τραγούδι του Άρη» που τραγουδιόταν σε όλη την Ελλάδα μετά τη μάχη στο Μικρό Χωριό, το 1942:
«Βαριά στενάζουν τα βουνά/ Κι ο ήλιος σκοτεινιάζει/ Το δόλιο το Μικρό Χωρίο/ Και πάλι ανταριάζει/ Λαμποκοπούν χρυσά σπαθιά/ πέφτουν ντουφέκια ανάρια/ ο Άρης κάνει πόλεμο/ μ’ αντάρτες παλικάρια».
Εδώ οι κύριοι του «καταδικάζετε τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται;» διαπιστώνουν πολύ σοβαρό πρόβλημα; Μάλλον θα ήταν καλύτερα να μην υπήρχε αντάρτικο σπαθί, τότε, ή κι αν υπήρχε, να ήταν πιο «φιλικό» με τους ναζί και τους γερμανοτσολιάδες;


Ανταρτοπούλες του ΕΛΑΣ, μαχήτριες κατά του ναζιστικού ζυγού. Μήπως θα τις πάρει κι αυτές η «μπάλα» των κυρίων «καταδικάζετε τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται;»
Ακούστε αγαπητοί σημαιοφόροι της προπαγανδιστικής πυροβολαρχίας του «καταδικάζω τη βία απ όπου κι αν προέρχεται»: Έχουν περάσει πολλές χιλιάδες χρόνια που ο άνθρωπος ήταν σκλάβος, μετά έγινε δουλοπάροικος και τους τελευταίους αιώνες προλετάριος, δηλαδή μισθωτός σκλάβος, για να μπορούμε πια να αντιληφθούμε τι κρύβεται πίσω από τον δήθεν «πασιφισμό» σας:

Η δική σας «καταδίκη της βίας απ’ όπου κι αν προέρχεται», αποτελεί έναν «κομψό», κατ’ επίφαση «δημοκρατικό», τάχα μου «φιλελεύθερο» και πάντα ραφιναρισμένο τρόπο για να υπονομεύετε το δίκιο του αγώνα των καταπιεσμένων. Πώς; Μα παίρνοντας «ίσες» αποστάσεις τόσο ανάμεσα στο «δίκιο», στις «ελευθερίες» και στο «δικαίωμα» του καταπιεστή να καταπιέζει, όσο και στο δίκιο, στις ελευθερίες και στο δικαίωμα του καταπιεσμένου να αντιδρά. Να αντιστέκεται. Να μην συνθηκολογεί με την καταπίεση και με τον καταπιεστή του.

Το θέμα σας – ας είμαστε ειλικρινείς – δεν είναι η αποκήρυξη της βίας και της κάθε βίας, όπως λέτε. Εκτός αν αποκηρύσσεται και τον κ.Βορίδη και την γνωστή δήλωσή του περί της «νόμιμης κρατικής βίας». Εσείς που «καταδικάζετε τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται» την «νόμιμη – κατ’ εσάς – κρατική βία» την αποκηρύσσετε;

Πίσω από τον δήθεν «πασιφισμό» σας και από τα διαγγέλματα «κοινωνικής ειρήνης» προς μια κοινωνία που της έχετε βάλει μπουρλότο, στόχος σας είναι να σπιλώσετε τον αγώνα του καταπιεσμένου ενάντια στον τύραννο και τον εκμεταλλευτή του, βαφτίζοντας «βία» την αντίσταση και τη διαμαρτυρία του. Κι αφού τη σπιλώσετε και τη συκοφαντήσετε, μετά σπεύδετε να την αντιπαραβάλλεται με τη βία του εκμεταλλευτή, με τη βία των μνημονίων, με τη βία της φτωχοποίησης, με τη βία των ΜΑΤ, με τη βία των νόμων σας. Αυτή τη βία, βέβαια, δεν την λέτε βία. Την βαφτίζετε «νομιμότητα» και «δημοκρατία».



Φυσικά οι πάντα ευπρεπείς εστέτ του δήθεν ανθρωπισμού, θα συνεχίσουν το ίδιο τροπάρι: «Καταδικάζετε τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται;»… Νομίζουν ότι έτσι θα φέρουν πιο κοντά όχι μόνο το «Τέλος της Ιστορίας», αλλά και το τέλος της φιλοσοφίας. Μεγαλεπήβολος στόχος, αλλά κατά κακή τύχη των διακόνων της ιστορικής αφασίας και της πολιτικής υποκρισίας υπάρχει η πραγματικότητα. Και προς δόξαν της πραγματικότητας, τη βία – ως συστατικό στοιχείο της ύπαρξης των κοινωνιών όπου αντιπαρατίθενται αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα – είτε την καταδικάζεις, είτε δεν την καταδικάζεις, αυτή υπάρχει. Ερήμην των ηθικοπλαστικών κηρυγμάτων και τρις ερήμην της πολιτικής κατεργαριάς.

Καταδικάστε τη βία όσο θέλετε, 24 ώρες το 24ωρο. Όμως:

Για όσο στον κόσμο θα επικρατεί ο νόμος του ισχυρού, για όσο θα θεωρείται «δημοκρατία» να υπάρχουν οι «από πάνω» και οι «από κάτω», για όσο το δίκιο θα καθορίζεται με βάση την δύναμη και θα υποτάσσεται σε αυτήν, για όσο οι κοινωνίες θα χωρίζονται σε τάξεις όπου οι πεντακοσιομέδιμνοι θα κάνουν κουμάντο πάνω στους ζευγίτες και όλοι μαζί πάνω στους δούλους, το να καταδικάζεις τη βία (ακόμα κι όταν αυτή η καταδίκη είναι ειλικρινής) είναι τόσο μάταιο όσο το να καταδικάζεις το γήρας. Η’ το θάνατο.Όσο κι αν τον καταδικάσεις, αυτός υπάρχει. Και θα υπάρχει μέχρι τη δευτέρα παρουσία (τουλάχιστον…).

Πριν σπεύσουν κάποιοι να πουν ότι όποιος αναγνωρίζει το αναπόφευκτο της ύπαρξης της βίας ταυτόχρονα την «δικαιώνει», απαντάμε: Η αναγνώριση ότι ο θάνατος υπάρχει, μόνο κάποιος παράλογος θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι συνιστά εκδήλωση «αγάπης» προς το θάνατο ή δήλωση «δικαίωσης» της ύπαρξής του ή ότι αναιρεί την απέχθεια απέναντί του.

Το ίδιο συμβαίνει και με τη βία. Επομένως το ζητούμενο δεν είναι η ρητορική καταδίκη της βίας – «μαμής» της Ιστορίας κατά Μαρξ. Το ζητούμενο είναι η δίκη, η καταδίκη και ο εξοβελισμός της «μάνας» και του «πατέρα» της βίας και όλων όσοι την γεννούν. Ας πάρουμε για παράδειγμα, το θέμα του πολέμου. Τι πιο βίαιο! Αλλά αν θέλεις να είσαι σοβαρός, το πώς τοποθετείσαι απέναντι στον πόλεμο δεν μπορεί να τελειώνει (ούτε καν να αρχίζει) με την έκφραση της καταδίκης του πολέμου. Γιατί έχει και «παρακάτω». Η μήπως δεν έχει «παρακάτω»; Δεν απαιτείται, δηλαδή, να προσδιοριστεί ο χαρακτήρας του πολέμου; Το «καταδικάζω τον πόλεμο» σε βγάζει, τάχα, από την υποχρέωση να τοποθετηθείς, να πάρεις θέση αν είναι δίκαιος ή άδικος ο πόλεμος, από πλευράς εκείνων που είτε ως αμυνόμενοι, είτε ως επιτιθέμενοι, συμμετέχουν σε αυτόν;

Εκτός αν καταλήξουμε ότι κάθε πόλεμος είναι άδικος και ότι με ένα «καταδικάζω τον πόλεμο» ξεμπερδεύουμε. Αλλά τότε εξίσου «άδικο» με τους Τούρκους το ’21 είχαν και οι επαναστατημένοι Έλληνες. Όμως, αν κάθε πόλεμος είναι «άδικος», και αν η αδικία επιμερίζεται εξίσου σε όλους όσοι συμμετέχουν ή εξαναγκάζονται να συμμετάσχουν σε αυτόν, τότε καλύτερη δικαίωση του «αδικητή» δεν μπορεί να υπάρξει.


Η «Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας» και της Αμερικανικής Επανάστασης, που αναγνώριζε την ισότητα μεταξύ των ανθρώπων και τα αναφαίρετα δικαιώματα του κάθε πολίτη, όπως η ζωή, η ελευθερία και η επιδίωξη της ευτυχίας, κάπως έτσι προέκυψε. Οι κύριοι του «καταδικάζετε τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται;» την καταδικάζουν;
Όταν επομένως μιλάμε για βία, το χρέος μας δεν είναι να αραδιάζουμε επίθετα και προσδιορισμούς για να αποδείξουμε πόσο απεχθής μας είναι, μη και δεν πάρουμε μέρος στο γενικό μεθύσι κάποιας αταξικής, απολίτικης και αντι-ιστορικής «συναδέλφωσης». Υποχρέωση του καθενός – εφόσον σέβεται τον εαυτό του – είναι να προσδιορίζει το χαρακτήρα της βίας.

Και στο σημείο αυτό, αφήνουμε τη «βαριά φιλοσοφία» και ερχόμαστε στην τρέχουσα επικαιρότητα: Υποχρέωση του καθενός, αν μάλιστα είναι αξιοπρεπής (ούτε κομμουνιστής ούτε μη κομμουνιστής, ούτε αριστερός ούτε δεξιός, ούτε προοδευτικός ούτε συντηρητικός, αλλά «απλώς» αξιοπρεπής), είναι να μην επιτρέπει να συκοφαντούνται οι κοινωνικοί αγώνες μέσα από τη χυδαία επιχείρηση να διασυνδεθούν, να παραλληλιστούν ή πολύ περισσότερο να ταυτιστούν με το ναζιστικό έγκλημα. Με το φασιστικό λιντσάρισμα. Με την ατομική τρομοκρατία. Με την παρα-κρατική δράση. Με την προβοκατόρικη, δολοφονική δράση τύπου «Μαρφίν» κοκ.

Δεν υπάρχει πιο ευδιάκριτο σινιάλο επερχόμενης πολιτικής «ανωμαλίας» από τη χυδαιότητα που ισχυρίζεται, άμεσα ή έμμεσα, ότι η λαϊκή αντίσταση αποτελεί τάχα τη «δικαίωση», τη «νομιμοποίηση», τον «τροφοδότη», το «συγκοινωνούν δοχείο» ή ακόμα και τον «γεννήτορα» (!) της τραμπούκικης, της υποκοσμιακής, της ναζιστικής και κάθε μορφής φασιστικής βίας.

Εκείνο που ισχύει είναι το ακριβώς αντίθετο:

Οι μαζικοί, λαϊκοί, κοινωνικοί και πολιτικοί αγώνες, εφόσον είναι τέτοιοι, όχι μόνο δεν αποτελούν την «κατάφαση», αλλά την πιο κατηγορηματική, την πιο εκκωφαντική άρνηση – μέχρι του σημείου της κατάργησή της – της βίας που ασκείται πάνω στον καταπιεσμένο. Η κατάργηση αυτής της βίας, που γεννά όχι μόνο το δικαίωμα αλλά και το καθήκον της αντίστασης απέναντί της, είναι και ο μόνος δρόμος για την αντιμετώπιση της βίας, γενικά, και της διάχυσής της.

Υποχρέωση, τελικά, του καθενός – εφόσον σέβεται τον εαυτό του – δεν είναι να εξαντλείται στην «καταδίκη της βίας απ’ όπου κι αν προέρχεται». Είναι η καταδίκη και η αντίσταση στη βία, αλλά από εκεί που πραγματικά προέρχεται. Είναι η καταδίκη, η αντίσταση και η αποκάλυψη της βίας – και όσων κρύβονται πίσω της – που αναπαράγει, ενισχύει, διευκολύνει και «νομιμοποιεί» την καθεστωτική βιαιότητα.


Μήπως γνωρίζουν οι κύριοι «καταδικάζετε τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται;» από πού παίρνει εντολές αυτό το παλικάρι;
Τα όσα σημειώνουμε παραπάνω μόνο από κάποιον συκοφάντη ή εντελώς ευήθη θα ερμηνεύονταν ως στάση που προσεγγίζει τη βία ως κάτι, τάχα, το επιθυμητό. Εκείνο που λέμε είναι ότι η βία αντιμετωπίζεται υπό το πρίσμα της μόνης ελεύθερης προσέγγισης που μπορεί να υπάρξει. Και η μόνη ελεύθερη προσέγγιση είναι εκείνη που διαθέτει επίγνωση της αναγκαιότητας.

Αν πάλι όλα αυτά δεν ισχύουν, τότε όχι μόνο θα πρέπει να «καταδικάσουμε τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται», αλλά θα πρέπει να ζητήσουμε και «συγγνώμη»:

Να ζητήσουμε «συγγνώμη», για παράδειγμα, για λογαριασμό του Άρη και του αντάρτη του ΕΛΑΣ που άσκησαν βία κατά της χιτλερικής χολέρας. «Συγγνώμη» για λογαριασμό του Καραϊσκάκη και του Κολοκοτρώνη. «Συγγνώμη» για λογαριασμό του στρατιώτη του Κόκκινου Στρατού που τσάκισε το κτήνος του ναζισμού στο Ράιχσταγκ. «Συγγνώμη» για λογαριασμό των κολίγων στο Κιλελέρ. Συγγνώμη για λογαριασμό εκείνων που γκρέμισαν τη Βαστίλη και των άλλων που πολέμησαν για την κατάργηση της δουλείας στην Αμερική. «Συγγνώμη» για λογαριασμό και του πιτσιρικά της «Ιντιφάντα» που πετούσε τόσο βίαια τις πέτρες του στα τανκς των Ισραηλινών. «Συγγνώμη» και για την άποψή μας ότι ο λαός μας, οργανωμένα, αποφασιστικά και μαζικά – δηλαδή δημοκρατικά – έχει κάθε δικαίωμα να πάρει την «όψη που με βιά μετράει τη γη» και να αποτινάξει από το σβέρκο του τα μνημόνια και ό,τι γεννάει τα μνημόνια.

«Συγγνώμη»; Δεν θα μπορέσουμε…



Από τη μια η βία του ισραηλινού τανκ. Από την άλλη η βία της πέτρας του Παλαιστίνιου πιτσιρικά. Ερώτηση: «Καταδικάζετε τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται;». Απάντηση: «Όχι»!

---
---
*

Παρασκευή 25 Μαΐου 2018

"Ενα γιαούρτι έχω μικρό στην κάπα μου χωμένο..."...

*
stavrosx1
***
*



Απάνω μου έχω πάντοτε στην κάπα μου χωμένο
ένα φρέσκο αγελαδινό λαχταριστό γιαούρτι
– όπως αυτά που συνηθούν και τρώνε...
οι γιαγιάδες – μ’ έμαθε και το έφτιαχνα μια γριά απ’ την Φρανκφούρτη.

Θυμάμαι, ως τώρα να `τανε, τη γέρο – Γερμανίδα,
που έμοιαζε με μια παλιά φωτογραφία ενός μπόγια,
σκυφτή πλάι σε βαυαρικά τυριά και σε ποδιές ραμμένες,
να λέει με μια πνιχτή φωνή τα παρακάτω λόγια:

«Ετούτο το γιαούρτι, εδώ, που θέλεις να γνωρίσεις
με ιστορίες αλλόκοτες ο θρύλος το `χει ζώσει,
κι όλοι το ξέρουν πως αυτοί που `μάθαν να το φτιάχνουν,
καθένας κάποιον άνθρωπο δόλια έχει γιαουρτώσει.

Ο χερ Ματίας γιαούρτωσε μ’ αυτό τη φράου Στέφι,
την όμορφη γυναίκα του γιατί τον αγνοούσε.
Ο Δούκας Γιόζεφ, τις βραδιές, τον δύστυχο εγγονό του
μ’ ένα γιαούρτι σαν αυτό διαρκώς τον κυνηγούσε.

Ένας μανάβης την ξανθιά ερωμένη του από ζήλια
και κάποιος ναύτης Γερμανός ένα Γραικό λοστρόμο.
Η συνταγή του έφτασε και στα δικά μου χέρια.
Πολλά έχουν δει τα μάτια μου, μα αυτό μου φέρνει τρόμο.

Κάτσε και δες το, έναν κεσέ και λίγο ζάχαρη έχει,
δεν είν’ πηχτό, δοκίμασε και μην το ρίξεις κάτω,
μα εγώ θα σε συμβούλευα ούτε να το πλησιάσεις».
– Πόσα θέλεις; – Μόνο μάρκα εφτά. Αφού το θέλεις, φα’το.

Ένα γιαούρτι έχω μικρό στην κάπα μου χωμένο,
που iδιοτροπία μ’ έκαμε και το ῾καμα δικό μου
κι αφού κανένα δε μισώ για να τον γιαουρτώσω
φοβάμαι μη καμιά φορά το στρέψω στον εαυτό μου…


Σημείωση: Αφιερωμένο σε εκείνους που δεν διαθέτουν το φιλότιμο να ξεχωρίζουν το γιαούρτι από το μαχαίρι. Μαζί και μια συγγνώμη που πείραξα το σπουδαίο ποίημα «Το μαχαίρι» του Νίκου Καββαδία.
Γεράσιμος Χολέβας
---
---
*

Τετάρτη 23 Μαΐου 2018

Γεννήθηκα στη Σαλονίκη

*
stavrosx1
***
*


Η βαθιά Θεσσαλονίκη δεν είναι απλώς συντηρητική. Είναι σκοτεινή. Είναι η πόλη των φαντασμάτων που λέει ο Μαζάουερ. Θέλει να κλαψουρίζει μόνο για τα ελληνικά σύμβολά της. Για αυτό μισεί τον Μπουτάρη. Γιατί δεν την αφήνει ήσυχη να βολεύεται στο θυματοποιημένο ναρκισσισμό και στα ψέματα της

του Νίκου Μαραντζίδη

Για να πω την αλήθεια, αρχικά ήθελα να τιτλοφορήσω το άρθρο «sweet home Alabama». Την ιδέα μου την έδωσε ένας φίλος, όταν συζητώντας για τη δολοφονική επίθεση στον Μπουτάρη, μου είπε: «ξέρεις κάτι μερικές φορές στη Σαλονίκη αισθάνομαι σαν να ζούμε στην Αλαμπάμα τη δεκαετία του ’60, μόνο που οι μαύροι είμαστε εμείς». Γέλασα, ήταν υπερβολικό μεν, το βρήκα έξυπνο δε, se non è vero, è ben trovato, που λένε οι Ιταλοί.

Πράγματι, υπερβολικό γιατί η Θεσσαλονίκη δεν είναι δα ο αμερικάνικος βαθιά συντηρητικός και συχνά ρατσιστικός νότος, με την καταθλιπτική του ομοιομορφία. Είναι ένας κόσμος σύνθετος. Με ζωντανές και νεανικές πρωτοπορίες κάθε είδους, γεμάτες κοσμοπολιτισμό και ανοιχτούς ορίζοντες. Πρωτοπορίες προσανατολισμένες στο μέλλον, στον έξω κόσμο. «Ταξιδιάρες Ψυχές» που λένε οι «Τρύπες» με τις οποίες μεγάλωσα στη Σαλονίκη.

Σε αυτές τις περίεργες, συχνά ιδιότροπες avant-garde ίσως η πόλη να οφείλει τους μύθους που την έκαναν αγαπητή σε πολλούς έξω από αυτήν πολλά χρόνια τώρα. Για αυτούς τους πληθυσμούς, πρόσωπα όπως ο Γιάννης Μπουτάρης, ή ο Σπύρος Βούγιας παλιότερα, αποτέλεσαν την ενσάρκωση του εναλλακτικού, του διαφορετικού προσώπου της πόλης. Για ένα μυστήριο λόγο, η Θεσσαλονίκη θέλει καμιά φορά να παριστάνει την «εκτός ορίων». Σαν να βγάζει γλώσσα στον ίδιο της τον εαυτό μπροστά στον καθρέπτη.

Ομως, η πόλη δεν είναι μόνο, ούτε καν κυρίως, αυτό. Η Θεσσαλονίκη, η βαθιά Θεσσαλονίκη δεν είναι απλώς συντηρητική. Είναι σκοτεινή. Είναι η πόλη των φαντασμάτων, που λέει ο Μαζάουερ. Κουβαλάει μέσα της καλά κρυμμένους σκελετούς για τους οποίους δεν θέλει να μιλά, και παριστάνει πως δεν θυμάται.

Η Θεσσαλονίκη είναι μια πόλη στην οποία κάνει ό,τι θέλει το κατηχητικό και οι παρεκκλησιαστικές οργανώσεις. Βρωμοκοπάει ακόμη στρατώνες και χωροφυλακή, είχε πει ο δικός μας ο Νίκος Παπάζογλου πριν καμιά δεκαριά χρόνια σε μια συνέντευξη. Αυτή η Θεσσαλονίκη, λοιπόν, του κατηχητικού και των παραεκκλησιαστικών οργανώσεων βρωμοκοπάει μια σάπια ιστορία καλά κρυμμένη στο σκοτεινό κελάρι, κρυμμένη όχι για να πεθάνει, αλλά για να συνεχίσει να υπάρχει ανάμεσα μας, έστω και ως ζόμπι, για να μας στοιχειώνει.


Αυτή η Θεσσαλονίκη των ΕΕΕ, των αντισημιτικών και φασιστικών οργανώσεων του Μεσοπολέμου, του εμπρησμού του εβραϊκού οικισμού Κάμπελ, αυτή η Θεσσαλονίκη που σιώπησε, αν δεν εκμεταλλεύτηκε, το ολοκαύτωμα των θεσσαλονικιών Εβραίων κλέβοντας τις περιουσίες τους, αυτή η Θεσσαλονίκη που απόλαυσε ακόμη και την καταστροφή του εβραϊκού νεκροταφείου τρέχοντας χωρίς αιδώ, χωρίς συμπόνια να γραφτεί στις λίστες για να προλάβει να πάρει και τις πλάκες των νεκρών για να τις χρησιμοποιήσει όπου βόλευε, αυτή η Θεσσαλονίκη των παρακρατικών και των εθνικοφρόνων σωματείων της μετεμφυλιακής Ελλάδας που λεηλατούσε την αμερικάνικη βοήθεια μοιράζοντάς την στους «γνήσιους» Eλληνες πελάτες-ψηφοφόρους της.

Αυτή η Θεσσαλονίκη των δοσιλόγων και μαυραγοριτών που έγιναν σημαίνοντα πρόσωπα της πόλης, αυτή η Θεσσαλονίκη των τραμπούκων που πέταγαν με τις κλωτσιές από τις σκάλες ή από τα μπαλκόνια όσους δεν «συμμορφώνονταν», αυτή η Θεσσαλονίκη της «καρφίτσας» και των χαφιέδων, ναι υπάρχει ακόμη και διαμορφώνει ή έστω επηρεάζει το κλίμα.

Αυτό το βαρύ πνιγηρό κλίμα, την «ακροδεξιίλα» που όσοι γεννηθήκαμε στη Σαλονίκη ξέρουμε να ξεχωρίζουμε από χιλιόμετρα μακριά. Τώρα η βαθιά Θεσσαλονίκη μεταμορφώνεται, μασκαρεύεται για την ακρίβεια, σε μια νέα εθνικοφροσύνη, που τρέχει με αλαλαγμούς στα συλλαλητήρια για τη «Μακεδονία μας» και στα διάφορα «εθνικά» μνημόσυνα, φοράει αρχαίες πανοπλίες, ορθόδοξους ή ρωσόφιλους μανδύες και βγαίνει δημόσια για να βρίσει χυδαία και να απειλήσει όποιον της αντιμιλά.

Αυτή η Θεσσαλονίκη δεν υπάρχει μόνο στα στέκια των αλητών που χτύπησαν τον δήμαρχο, υπάρχει και στις καθωσπρέπει συνάξεις της καλής κοινωνίας. Την βρίσκεις παντού, ακόμη και εκεί που δεν φαντάζεσαι, ακόμη και σε αθλητικά ραδιόφωνα που μόνο σ’ αυτή την πόλη παίζουν ρόλο διαμορφωτή κοινής γνώμης.

Αυτή η Θεσσαλονίκη δεν αντέχει να μιλά για τους σκελετούς της. Η βαθιά Θεσσαλονίκη αντιπαθεί να της θυμίζουν το παρελθόν της. Δεν θέλει να ξέρει ούτε που βρίσκονταν τα εβραϊκά σπίτια ή τα τουρκικά μνημεία. Αν μπορούσε θα τα είχε εξαφανίσει.

Αυτή η βαθιά Θεσσαλονίκη που υποκρίνεται πως ξέρει απέξω και ανακατωτά την ιστορία των Μακεδόνων βασιλέων, του Φίλιππου και του Αλέξανδρου, 2500 χιλιάδες χρόνια πριν, αυτή η Θεσσαλονίκη που παριστάνει πως ξέρει καλά τι έγινε ακριβώς στο μικρασιατικό μέτωπο και στον Πόντο στα χρόνια του μικρασιατικού πολέμου, αυτή η Θεσσαλονίκη, ιδέα δεν έχει αλλά ούτε και που της καίγεται καρφί τι απέγιναν οι άνθρωποι, που ήταν οι γείτονες της μέχρι προχθές, Εβραίοι, Τούρκοι, Βούλγαροι.

Χαμπάρι δεν έχει για τον πολιτισμό τους, τα μνημεία τους, το αποτύπωμα τους στο χώμα και στον αέρα αυτής της πόλης. Αυτή η βαθιά Θεσσαλονίκη που δεν θέλει ούτε στον εαυτό της να παραδεχτεί πόσο μεγάλα είναι τα παραμύθια της, κάνει πως δεν θυμάται ότι μέσα στις οικογένειες προσφυγικής καταγωγής, σαν τη δική μου ας πούμε, μέχρι και τη δεκαετία του ’80, όταν σε ρωτούσαν «Μακεδόνας είσαι;» απαντούσες «όχι πρόσφυγας», γιατί ήξερες πως Μακεδόνες ήταν οι ντόπιοι, οι άλλοι.

Αυτή η βαθιά Θεσσαλονίκη θέλει να κλαψουρίζει μόνο για τα ελληνικά σύμβολά της και τους νεκρούς που αναγνωρίζει για δικούς της. Αυτή να παριστάνει πάντα και μόνο το θύμα, ποτέ τον θύτη. Αυτή η βαθιά Θεσσαλονίκη για αυτό μισεί τον Μπουτάρη, γιατί δεν την αφήνει ήσυχη να βολεύεται στο θυματοποιημένο ναρκισσισμό και στα ψέματά της.
---
* Ο Νίκος Μαραντζίδης είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας

---
---
*