*
Γράφει ο Φραγκίσκος Λαγωνικάκης
Είδα πριν από λίγο αυτή τη γελοιογραφία του Αρκά και αποφάσισα να γράψω μερικές παραγράφους σε σχέση με την αντίληψη, περί κρίσης, που αποτυπώνεται σε αυτή τη γελοιογραφία. Δεν θα έκανα τον κόπο αν και εφόσον η αντίληψη αυτή δεν ήταν διαδεδομένη σε ένα μεγάλο κομμάτι του ελληνικού πληθυσμού.
Ούτε λίγο ούτε πολύ, η θεώρηση αυτή θέλει αιτία για την [Ελληνική] κρίση να είναι ο καταναλωτισμός, ή ο υπερκαταναλωτισμός αν θέλετε, των Ελλήνων. Πέραν του ότι αυτή η οπτική αγνοεί παντελώς τις διεθνείς εξελίξεις που πυροδότησαν το ελληνικό φαινόμενο (κατάρρευση αμερικανικών τραπεζών και φούσκα στεγαστικών), είναι και λειτουργικά λανθασμένη. Ο καπιταλισμός, αν το καλοσκεφτούμε, είναι ένα σύστημα που βασίζεται στον καταναλωτισμό, στην πραγματοποίηση της εμπορικής συναλλαγής, στην συνεχή κυκλοφορία της αγοράς. Η ζήτηση πρέπει με κάθε τρόπο να τροφοδοτείται και οι εταιρίες συχνά, φτιάχνουν προϊόντα με τέτοια υλικά, ώστε να έχουν ημερομηνία λήξης προκειμένου να τα αντικαθιστούμε ή να τα επισκευάζουμε συχνά. Στα τεχνολογικά είδη, η εξέλιξη της τεχνολογίας χρησιμοποιείται έτσι ώστε να είναι must να αλλάζουμε κινητό κάθε χρόνο, και υπολογιστή κάθε δύο με τέσσερα χρόνια. Οι εταιρίες παραγωγής λογισμικού «βαραίνουν» τα προγράμματα τους επίτηδες (κυρίως τα παιχνίδια), ή τα κάνουν ασύμβατα με τα παλιότερα μοντέλα συσκευών προκειμένου να εξασφαλίσουν την απρόσκοπτη κατανάλωση κλπ. Τα παραπάνω δεν είναι θεωρίες συνωμοσίας, υπάρχουν πολλές τέτοιες περιπτώσεις που έχουν αποκαλυφθεί και οι οποίες αποτελούν μεθόδους δημιουργίας τεχνητής ζήτησης.
Συνεπώς, ο καπιταλισμός χωρίς την κατανάλωση δεν μπορεί να προχωρήσει ομαλά. Οι εταιρίες προγραμματίζουν κύκλους κερδοφορίας, να επενδύσουν, να πουλήσουν, να συσσωρεύσουν ξανά, και μετά να κάνουν μεγαλύτερη επένδυση για να κερδίσουν ακόμη περισσότερα, κ.ο.κ. Όσο αυτό λειτουργεί, οι καπιταλιστές παραμένουν ικανοποιημένοι αφού οι μπίζνες πηγαίνουν καλά. Το πρόβλημα όμως είναι ότι ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής έχει αναπόφευκτες αντιφάσεις και έτσι οι κύκλοι αυτοί, της κερδοφορίας, διαταράσσονται ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Ας δούμε μια από αυτές τις αντιφάσεις, η οποία σχετίζεται με την κατανάλωση.
Οι κύκλοι που περιγράψαμε παραπάνω, εγγυούνται μια διαδικασία συσσώρευσης από τα κάτω προς τα πάνω. Το κέρδος αποσπάται από την υπεραξία της εργατικής δύναμης, και έτσι, παρότι αυξάνεται συνεχώς η παραγωγική δυνατότητα, οι εργαζόμενες μάζες δεν αυξάνουν σε ανάλογο βαθμό την καταναλωτική τους ικανότητα. Σε κάθε κύκλο παραγωγής, το παραγόμενο προϊόν ανήκει στους ιδιοκτήτες του πλούτου, στους καπιταλιστές, οι οποίοι θέλουν να το πουλήσουν στην αγορά. Η αμοιβή των εργατών από την άλλη, είναι μικρότερη από την αξία της δουλειάς την οποία βάζουν στο παραγόμενο αγαθό, έτσι, μοιραία, τα αγαθά και οι υπηρεσίες που παράγονται, και στην τιμή που πωλούνται στην αγορά, δεν μπορούν να αγοραστούν στο σύνολο τους από τους παραγωγούς εργάτες. Ένα προϊόν σε συνθήκες καπιταλισμού, δεν παράγεται ως αγαθό που ικανοποιεί ανθρώπινες ανάγκες, αλλά ως εμπόρευμα, δηλαδή παράγεται με σκοπό να πουληθεί και να αποφέρει κέρδος. Με την συνεχή απόσπαση της υπεραξίας, όμως, στεγνώνει η από τα κάτω αγορά (στα χαμηλά και μεσαία κοινωνικά στρώματα) και έτσι περιορίζονται οι καταναλωτικές της δυνατότητες. Έχουμε λοιπόν μια αντίφαση, οι τεχνικές και η τεχνολογία, καθώς επίσης και το συσσωρευμένο κέρδος, οι οικονομίες κλίμακας, να μπορούν θεωρητικά να παράγουν παραπάνω, αλλά αυτή η αύξηση της παραγωγής να μην μπορεί να ικανοποιήσει την επίκτητη εμπορευματική της φύση, αφού δεν υπάρχει η καταναλωτική δυνατότητα από τα κάτω.
Προσωρινή λύση σε αυτό το πρόβλημα δίνει ο δανεισμός (καταναλωτικά δάνεια, στεγαστικά δάνεια, πιστωτικές κάρτες κλπ.). Στην πραγματικότητα ο δανεισμός, παρέχει πίστωση χρόνου στην «εύρυθμη» -με όλες τις αντιφάσεις της- λειτουργία της αγοράς, αφού προεκτείνει τη δυνατότητα των από κάτω να καταναλώνουν και έτσι να συνεχίζονται οι επενδυτικοί κύκλοι. Επιπροσθέτως γίνεται και επενδυτικό παιχνίδι με την αγοραπωλησία των δανείων και των λοιπών χρηματιστικών προϊόντων που απορρέουν από αυτά, που αποφέρει περαιτέρω κερδοφορία στους επενδυτές (η οποία βέβαια στηρίζεται στον αέρα και αποτελεί μοναχά ονομαστική αξία χωρίς μια κάποια υλική βάση). Το τελικό αποτέλεσμα είναι ο κύκλος αυτός της κερδοφορίας κάποια στιγμή να σπάσει σαν μια φούσκα, η οποία γίνεται ακόμα μεγαλύτερη εξαιτίας του φαινομένου της χρηματιστηριακής διόγκωσης. Αυτή η αντίφαση, σε συνδυασμό με άλλες εσωτερικές αντιφάσεις του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, δημιουργεί κρίσεις. Στα πλαίσια μιας καπιταλιστικής κρίσης, είναι απαραίτητη η καταστροφή μέρους του κεφαλαίου, που οδηγεί στην ένταση των μονοπωλιακών ανταγωνισμών και στο ξαναμοίρασμα των αγορών – συχνά και στον πόλεμο που είναι συνέχεια της διπλωματίας με άλλα μέσα. Όμως καλό είναι, στα πλαίσια αυτού του άρθρου, να μην επεκταθούμε περισσότερο στο πώς διαχειρίζεται το καπιταλιστικό σύστημα τις ενδογενείς κρίσεις του γιατί θα ξεφύγουμε σε έκταση.
«Καταναλώνουμε περισσότερα από όσα μπορούμε να παράξουμε», λένε κάποιοι όταν έρθει η ώρα της κρίσης και το σύστημα πρέπει να περικόψει μισθούς και συντάξεις, με αποτέλεσμα να περιοριστεί η κατανάλωση. Το παραπάνω γίνεται δοξασία των καναλιών, γιατί πρέπει ο κόσμος να πειστεί ότι ο ίδιος ευθύνεται για την κρίση και όχι οι ενδογενείς αντιφάσεις του καπιταλιστικού συστήματος, τον ίδιο χορό σέρνει και ο Αρκάς με αυτή του τη γελοιογραφία. Είναι στα πλαίσια της ίδιας συλλογιστικής που μας λέει ότι «έπρεπε αυτά τα μέτρα –της λιτότητας- να τα είχαν πάρει από δέκα χρόνια πρωτύτερα». Το στενάχωρο είναι πως όλα αυτά δεν τα ακούμε μόνο από τους πολιτικούς ή τα κανάλια που είναι φερέφωνα του καπιταλισμού, αλλά και από απλούς ανθρώπους που εύχονται ο δήμιος τους να είχε έρθει μια ώρα αρχύτερα!
Είναι αλήθεια όμως ότι καταναλώνουμε περισσότερα από ό,τι μπορούμε να παράξουμε; Όχι μόνο δεν είναι αληθές, αλλά ισχύει το ακριβώς αντίθετο, ότι καταναλώνουμε πολύ λιγότερα από αυτά που μπορούμε να παράξουμε ή από αυτά που παράγουμε. Αυτό συμβαίνει αφενός επειδή καταναλώνουμε μόνο αυτά που μπορούμε να αγοράσουμε από τα διαθέσιμα στη αγορά, αλλά και επειδή άμα κάτι δεν γίνεται να πουληθεί δεν έχει νόημα να παραχθεί έστω και αν για αυτόν τον λόγο χρειάζεται να φρεναριστεί η παραγωγή ή ακόμα και να καταλήξουν τα «πλεονάζοντα» προϊόντα στις χωματερές (εκατομμύρια τόνοι προϊόντων έχουν αυτήν την μοίρα όταν δεν μπορούν να πουληθούν στην αγορά, ή προκειμένου να ανέβει η τιμή τους στην αγορά). Και όταν λέμε πλεονάζοντα προϊόντα, δεν εννοούμε ότι αυτά τα προϊόντα δεν τα έχει ανάγκη η κοινωνία ως αγαθά, μπορεί και να τα στερείται, όμως αυτό δεν έχει καμία σημασία για τους καπιταλιστές όταν τα αγαθά αυτά η κοινωνία δεν αντέχει να τα αγοράσει. Ο συσσωρευμένος σε λίγα χέρια πλούτος, μοιραία και αναγκαία δημιουργεί το λεγόμενο «κοινωνικό ζήτημα», που πέρα από τη φτώχεια και την εξαθλίωση δημιουργεί ευρύτερα αρνητικά κοινωνικά φαινόμενα.
Όμως ακόμα και πριν την κρίση στη χώρα μας, εκατοντάδες χιλιάδες οικογένειες δεν κάλυπταν καν τις βασικές τους ανάγκες (διατροφής, ένδυσης, υγείας), ενώ ακόμα και οι λίγο πιο ευκατάστατοι αγόραζαν ότι αγόραζαν με το μισθό από την πώληση της εργατικής τους δύναμης. Όσο για τα δάνεια και τις πιστωτικές κάρτες, το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα τα προπαγάνδιζε με νύχια και με δόντια, ακριβώς για να καθυστερήσει για όσο το δυνατόν περισσότερο την κρίση και να εξασφαλίσει την απρόσκοπτη κερδοφορία των μονοπωλίων (φυσικά με αυτόν τον τρόπο, η κρίση έρχεται μεν αργότερα αλλά με περισσότερη ορμή). Πως ακριβώς, λοιπόν, η υποτιθέμενη υπερκατανάλωση της κοινωνίας έφερε την κρίση, όταν στην πραγματικότητα ο καπιταλισμός για να λειτουργήσει χρειάζεται συνεχή κίνηση της αγοράς;
Ας εξετάσουμε όμως και κάτι τελευταίο. Αυτή τη στιγμή το 1% του πληθυσμού κατέχει το 50% του παγκόσμιου πλούτου, και το υπόλοιπο 99% μοιράζεται το υπόλοιπό 50% ενώ το 21% του πληθυσμού κατέχει παγκοσμίως το 95% του πλούτου. Πώς είναι λοιπόν δυνατόν για την οικονομική κρίση να φταίνε τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα;
Ποιος ξέρει;
Ίσως και να ξέρει ο κύριος Τζήμερος ο οποίος όταν ήταν μικρός διάβασε Μαρξ και κατά δήλωσή του τον βρήκε… μεγάλο μαλάκα.
stavrosx1
***
*
*
Με αφορμή ένα σκίτσο του Αρκά
(και ολίγη από Τζήμερο)
Είδα πριν από λίγο αυτή τη γελοιογραφία του Αρκά και αποφάσισα να γράψω μερικές παραγράφους σε σχέση με την αντίληψη, περί κρίσης, που αποτυπώνεται σε αυτή τη γελοιογραφία. Δεν θα έκανα τον κόπο αν και εφόσον η αντίληψη αυτή δεν ήταν διαδεδομένη σε ένα μεγάλο κομμάτι του ελληνικού πληθυσμού.
Ούτε λίγο ούτε πολύ, η θεώρηση αυτή θέλει αιτία για την [Ελληνική] κρίση να είναι ο καταναλωτισμός, ή ο υπερκαταναλωτισμός αν θέλετε, των Ελλήνων. Πέραν του ότι αυτή η οπτική αγνοεί παντελώς τις διεθνείς εξελίξεις που πυροδότησαν το ελληνικό φαινόμενο (κατάρρευση αμερικανικών τραπεζών και φούσκα στεγαστικών), είναι και λειτουργικά λανθασμένη. Ο καπιταλισμός, αν το καλοσκεφτούμε, είναι ένα σύστημα που βασίζεται στον καταναλωτισμό, στην πραγματοποίηση της εμπορικής συναλλαγής, στην συνεχή κυκλοφορία της αγοράς. Η ζήτηση πρέπει με κάθε τρόπο να τροφοδοτείται και οι εταιρίες συχνά, φτιάχνουν προϊόντα με τέτοια υλικά, ώστε να έχουν ημερομηνία λήξης προκειμένου να τα αντικαθιστούμε ή να τα επισκευάζουμε συχνά. Στα τεχνολογικά είδη, η εξέλιξη της τεχνολογίας χρησιμοποιείται έτσι ώστε να είναι must να αλλάζουμε κινητό κάθε χρόνο, και υπολογιστή κάθε δύο με τέσσερα χρόνια. Οι εταιρίες παραγωγής λογισμικού «βαραίνουν» τα προγράμματα τους επίτηδες (κυρίως τα παιχνίδια), ή τα κάνουν ασύμβατα με τα παλιότερα μοντέλα συσκευών προκειμένου να εξασφαλίσουν την απρόσκοπτη κατανάλωση κλπ. Τα παραπάνω δεν είναι θεωρίες συνωμοσίας, υπάρχουν πολλές τέτοιες περιπτώσεις που έχουν αποκαλυφθεί και οι οποίες αποτελούν μεθόδους δημιουργίας τεχνητής ζήτησης.
Συνεπώς, ο καπιταλισμός χωρίς την κατανάλωση δεν μπορεί να προχωρήσει ομαλά. Οι εταιρίες προγραμματίζουν κύκλους κερδοφορίας, να επενδύσουν, να πουλήσουν, να συσσωρεύσουν ξανά, και μετά να κάνουν μεγαλύτερη επένδυση για να κερδίσουν ακόμη περισσότερα, κ.ο.κ. Όσο αυτό λειτουργεί, οι καπιταλιστές παραμένουν ικανοποιημένοι αφού οι μπίζνες πηγαίνουν καλά. Το πρόβλημα όμως είναι ότι ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής έχει αναπόφευκτες αντιφάσεις και έτσι οι κύκλοι αυτοί, της κερδοφορίας, διαταράσσονται ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Ας δούμε μια από αυτές τις αντιφάσεις, η οποία σχετίζεται με την κατανάλωση.
Οι κύκλοι που περιγράψαμε παραπάνω, εγγυούνται μια διαδικασία συσσώρευσης από τα κάτω προς τα πάνω. Το κέρδος αποσπάται από την υπεραξία της εργατικής δύναμης, και έτσι, παρότι αυξάνεται συνεχώς η παραγωγική δυνατότητα, οι εργαζόμενες μάζες δεν αυξάνουν σε ανάλογο βαθμό την καταναλωτική τους ικανότητα. Σε κάθε κύκλο παραγωγής, το παραγόμενο προϊόν ανήκει στους ιδιοκτήτες του πλούτου, στους καπιταλιστές, οι οποίοι θέλουν να το πουλήσουν στην αγορά. Η αμοιβή των εργατών από την άλλη, είναι μικρότερη από την αξία της δουλειάς την οποία βάζουν στο παραγόμενο αγαθό, έτσι, μοιραία, τα αγαθά και οι υπηρεσίες που παράγονται, και στην τιμή που πωλούνται στην αγορά, δεν μπορούν να αγοραστούν στο σύνολο τους από τους παραγωγούς εργάτες. Ένα προϊόν σε συνθήκες καπιταλισμού, δεν παράγεται ως αγαθό που ικανοποιεί ανθρώπινες ανάγκες, αλλά ως εμπόρευμα, δηλαδή παράγεται με σκοπό να πουληθεί και να αποφέρει κέρδος. Με την συνεχή απόσπαση της υπεραξίας, όμως, στεγνώνει η από τα κάτω αγορά (στα χαμηλά και μεσαία κοινωνικά στρώματα) και έτσι περιορίζονται οι καταναλωτικές της δυνατότητες. Έχουμε λοιπόν μια αντίφαση, οι τεχνικές και η τεχνολογία, καθώς επίσης και το συσσωρευμένο κέρδος, οι οικονομίες κλίμακας, να μπορούν θεωρητικά να παράγουν παραπάνω, αλλά αυτή η αύξηση της παραγωγής να μην μπορεί να ικανοποιήσει την επίκτητη εμπορευματική της φύση, αφού δεν υπάρχει η καταναλωτική δυνατότητα από τα κάτω.
Προσωρινή λύση σε αυτό το πρόβλημα δίνει ο δανεισμός (καταναλωτικά δάνεια, στεγαστικά δάνεια, πιστωτικές κάρτες κλπ.). Στην πραγματικότητα ο δανεισμός, παρέχει πίστωση χρόνου στην «εύρυθμη» -με όλες τις αντιφάσεις της- λειτουργία της αγοράς, αφού προεκτείνει τη δυνατότητα των από κάτω να καταναλώνουν και έτσι να συνεχίζονται οι επενδυτικοί κύκλοι. Επιπροσθέτως γίνεται και επενδυτικό παιχνίδι με την αγοραπωλησία των δανείων και των λοιπών χρηματιστικών προϊόντων που απορρέουν από αυτά, που αποφέρει περαιτέρω κερδοφορία στους επενδυτές (η οποία βέβαια στηρίζεται στον αέρα και αποτελεί μοναχά ονομαστική αξία χωρίς μια κάποια υλική βάση). Το τελικό αποτέλεσμα είναι ο κύκλος αυτός της κερδοφορίας κάποια στιγμή να σπάσει σαν μια φούσκα, η οποία γίνεται ακόμα μεγαλύτερη εξαιτίας του φαινομένου της χρηματιστηριακής διόγκωσης. Αυτή η αντίφαση, σε συνδυασμό με άλλες εσωτερικές αντιφάσεις του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, δημιουργεί κρίσεις. Στα πλαίσια μιας καπιταλιστικής κρίσης, είναι απαραίτητη η καταστροφή μέρους του κεφαλαίου, που οδηγεί στην ένταση των μονοπωλιακών ανταγωνισμών και στο ξαναμοίρασμα των αγορών – συχνά και στον πόλεμο που είναι συνέχεια της διπλωματίας με άλλα μέσα. Όμως καλό είναι, στα πλαίσια αυτού του άρθρου, να μην επεκταθούμε περισσότερο στο πώς διαχειρίζεται το καπιταλιστικό σύστημα τις ενδογενείς κρίσεις του γιατί θα ξεφύγουμε σε έκταση.
«Καταναλώνουμε περισσότερα από όσα μπορούμε να παράξουμε», λένε κάποιοι όταν έρθει η ώρα της κρίσης και το σύστημα πρέπει να περικόψει μισθούς και συντάξεις, με αποτέλεσμα να περιοριστεί η κατανάλωση. Το παραπάνω γίνεται δοξασία των καναλιών, γιατί πρέπει ο κόσμος να πειστεί ότι ο ίδιος ευθύνεται για την κρίση και όχι οι ενδογενείς αντιφάσεις του καπιταλιστικού συστήματος, τον ίδιο χορό σέρνει και ο Αρκάς με αυτή του τη γελοιογραφία. Είναι στα πλαίσια της ίδιας συλλογιστικής που μας λέει ότι «έπρεπε αυτά τα μέτρα –της λιτότητας- να τα είχαν πάρει από δέκα χρόνια πρωτύτερα». Το στενάχωρο είναι πως όλα αυτά δεν τα ακούμε μόνο από τους πολιτικούς ή τα κανάλια που είναι φερέφωνα του καπιταλισμού, αλλά και από απλούς ανθρώπους που εύχονται ο δήμιος τους να είχε έρθει μια ώρα αρχύτερα!
Είναι αλήθεια όμως ότι καταναλώνουμε περισσότερα από ό,τι μπορούμε να παράξουμε; Όχι μόνο δεν είναι αληθές, αλλά ισχύει το ακριβώς αντίθετο, ότι καταναλώνουμε πολύ λιγότερα από αυτά που μπορούμε να παράξουμε ή από αυτά που παράγουμε. Αυτό συμβαίνει αφενός επειδή καταναλώνουμε μόνο αυτά που μπορούμε να αγοράσουμε από τα διαθέσιμα στη αγορά, αλλά και επειδή άμα κάτι δεν γίνεται να πουληθεί δεν έχει νόημα να παραχθεί έστω και αν για αυτόν τον λόγο χρειάζεται να φρεναριστεί η παραγωγή ή ακόμα και να καταλήξουν τα «πλεονάζοντα» προϊόντα στις χωματερές (εκατομμύρια τόνοι προϊόντων έχουν αυτήν την μοίρα όταν δεν μπορούν να πουληθούν στην αγορά, ή προκειμένου να ανέβει η τιμή τους στην αγορά). Και όταν λέμε πλεονάζοντα προϊόντα, δεν εννοούμε ότι αυτά τα προϊόντα δεν τα έχει ανάγκη η κοινωνία ως αγαθά, μπορεί και να τα στερείται, όμως αυτό δεν έχει καμία σημασία για τους καπιταλιστές όταν τα αγαθά αυτά η κοινωνία δεν αντέχει να τα αγοράσει. Ο συσσωρευμένος σε λίγα χέρια πλούτος, μοιραία και αναγκαία δημιουργεί το λεγόμενο «κοινωνικό ζήτημα», που πέρα από τη φτώχεια και την εξαθλίωση δημιουργεί ευρύτερα αρνητικά κοινωνικά φαινόμενα.
Όμως ακόμα και πριν την κρίση στη χώρα μας, εκατοντάδες χιλιάδες οικογένειες δεν κάλυπταν καν τις βασικές τους ανάγκες (διατροφής, ένδυσης, υγείας), ενώ ακόμα και οι λίγο πιο ευκατάστατοι αγόραζαν ότι αγόραζαν με το μισθό από την πώληση της εργατικής τους δύναμης. Όσο για τα δάνεια και τις πιστωτικές κάρτες, το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα τα προπαγάνδιζε με νύχια και με δόντια, ακριβώς για να καθυστερήσει για όσο το δυνατόν περισσότερο την κρίση και να εξασφαλίσει την απρόσκοπτη κερδοφορία των μονοπωλίων (φυσικά με αυτόν τον τρόπο, η κρίση έρχεται μεν αργότερα αλλά με περισσότερη ορμή). Πως ακριβώς, λοιπόν, η υποτιθέμενη υπερκατανάλωση της κοινωνίας έφερε την κρίση, όταν στην πραγματικότητα ο καπιταλισμός για να λειτουργήσει χρειάζεται συνεχή κίνηση της αγοράς;
Ας εξετάσουμε όμως και κάτι τελευταίο. Αυτή τη στιγμή το 1% του πληθυσμού κατέχει το 50% του παγκόσμιου πλούτου, και το υπόλοιπο 99% μοιράζεται το υπόλοιπό 50% ενώ το 21% του πληθυσμού κατέχει παγκοσμίως το 95% του πλούτου. Πώς είναι λοιπόν δυνατόν για την οικονομική κρίση να φταίνε τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα;
Ποιος ξέρει;
Ίσως και να ξέρει ο κύριος Τζήμερος ο οποίος όταν ήταν μικρός διάβασε Μαρξ και κατά δήλωσή του τον βρήκε… μεγάλο μαλάκα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου