Παρασκευή 24 Ιουλίου 2015

... όταν ο Θηβαίος έκανε υπερήφανη την Λυμπεράκη ...

*
Χρήστος Ξανθάκης
***
*

Έλεος, κύριε Θηβαίε...


Όπου ο δημοφιλής μουσικοσυνθέτης, τα βάζει με τους ανέργους

Είναι μια απ’ αυτές τις στιγμές τις δύσκολες. Είναι μια απ’ αυτές τις ώρες τις μαύρες. Είναι εκεί που ξαφνικά ανακαλύπτεις ότι έσφαλες και πρέπει να πάρεις τα λόγια σου πίσω. Αλλά δεν γίνεται αλλιώς. Αν θέλεις να τα έχεις καλά με τη συνείδησή σου, είναι ανάγκη να γίνεις Μπογδάνος και να τα μασουλήσεις τα χαρτιά. Και να παραδεχθείς ότι μπροστά στον Θηβαίο, ο Πορτοκάλογλου ήταν παναγιά παρθένα!

Ε ναι ρε παιδιά, τι είπε στο κάτω της γραφής ο άνθρωπος; Κάτι μπουρδίτσες εκκλησιαστικές του τύπου «έχει ο Θεός», συν ολίγη παγκαλιάδα ότι όλοι μαζί την κάτσαμε τη βάρκα κι ο εφοπλιστής κι ο καμαρότος. Σιγά τα λάχανα. Ενώ ο Θηβαίος, ως ένα εξωφρενικό κράμα Μαρίας Αντουανέτας και Κιμ Γιονγκ Ουν, από τη μία αναρωτιέται γιατί δεν μπορούμε να ζήσουμε με δέκα ευρώ την ημέρα και από την άλλη θέλει να μας στείλει όλους στα χωράφια να δουλεύουμε ήλιο με ήλιο. Και είναι και αριστερός, τρομάρα του…

Αναφέρομαι φυσικά στην περίφημη ραδιοφωνική συνέντευξη του μουσουργού στον FM 100, στο δημοτικό ραδιόφωνο της Θεσσαλονίκης. Όπου έχασε τελείως τη μπάλα, όπου έκανε περήφανη την Αντιγόνη Λυμπεράκη και όπου αποδείχθηκε για μία ακόμη φορά πως, άμα σφίξουν οι ζέστες, καλόν είναι να το ανοίγουμε το γαμημένο το ερκοντίσιον. Στην αντίθετη περίπτωση, μπορεί να μας επηρεάσουν οι υψηλές θερμοκρασίες και να μην ξέρουμε που πατάμε και τι λέμε.

Όπως διαβάζω ανά τους διαύλους του δικτύου, οι περισσότεροι εκ των συναδέλφων και των κυβερνοναυτών στέκονται στα σημεία εκείνα όπου ο Θηβαίος ψέγει την ραδιοφωνική παραγωγό (μπράβο της, παρεμπιπτόντως, που διατήρησε ως το τέλος την ψυχραιμία της) για το είδος του επαγγέλματός της. Ότι δηλαδή δεν είναι δουλειά αυτό το πράγμα, δεν είναι δουλειά παραγωγική, και να πάει να δουλέψει στα βιοκαύσιμα ή στα λιπάσματα μιας και διαθέτει πτυχίο χημικού. Και να δουλέψει και δεκάωρο μάλιστα, γιατί καλόμαθε μπροστά στο μικρόφωνο η τεμπέλα…

Το αντιπαρέρχομαι, παρότι πρόκειται μάλλον για το πιο ευτράπελο τμήμα του διαλόγου. Όπως επίσης δεν θέλω να σταθώ πολύ στο σημείο όπου ο καλλιτέχνης δηλώνει ευθαρσώς ότι με 15 ευρώ την ημέρα μπορεί να ζήσει την πενταμελή οικογένειά του. Και προσθέτει χαρακτηριστικά: «Τι πρέπει να φάω δηλαδή, 10 μπριζόλες και μπιφτέκια για να ζήσω εγώ με την οικογένειά μου;» Είναι σαφές ότι έχει κάτι χρόνια να μπει σε σούπερ μάρκετ ή να πληρώσει λογαριασμούς, αλλά αυτό τέλος πάντων δεν είναι και κακούργημα. Άγνοια είναι και τύφλα και μύτη ψηλά να ακουμπάει τα σύννεφα.

Τα αφήνω πίσω τα ανωτέρω, όπως αφήνω πίσω και τη φράση «ποτέ κανείς Έλληνας δεν αγάπησε άλλο Έλληνα και τίποτα παραπάνω», που θα έκανε πράσινο από τη ζήλεια τον Ζωρζ Πιλαλί. Και επικεντρώνω στο ρατσιστικό παραλήρημα του μουσικοσυνθέτου εναντίον των ανέργων. Το οποίο, ξεκίνησε ως εξής:

«Αυτή τη στιγμή υπάρχουν στον πληθυσμό της Ελλάδας, στα δέκα εκατομμύρια, χιλιάδες χιλιάδων στρατός ανέργων οι οποίοι δεν ψάχνουν να βρουν δουλειά και ζούνε από τη σύνταξη της μαμάς τους ή της γιαγιάς τους. Δηλαδή ποιο είναι το όνειρο του νέου Έλληνα ας πούμε; Να πάει σαράντα και να πάρει σύνταξη; Να πάει να δουλέψει κάποιος, αυτό είναι το αισιόδοξο σενάριο. Όχι να κάθεται σπίτι του, να πίνει φραπέ και να πληρώνεται από το Δημόσιο.»

Πάνω εκεί, έσπευσε η ραδιοφωνική παραγωγός να του επισημάνει ότι και να θέλει να δουλέψει κάποιος δουλειές δεν υπάρχουν αυτή την εποχή. Κι εκεί πια, ο Θηβαίος απογειώθηκε: «Με συγχωρείτε πολύ, με συγχωρείτε πάρα πολύ. Δεν μπορείς να βρεις δουλειά; Τι είναι αυτό; Το δίλημμα αυτό δεν το καταλαβαίνω. Υπάρχουν άπειρες δουλειές. Άπειρες δουλειές. Δηλαδή ποια είναι η δουλειά για τον Έλληνα εικοσιπεντάρη ή τριαντάρη αυτή τη στιγμή; Ποια είναι η δουλειά, να είμαι διευθυντής σε τράπεζα; Να σας πω κάτι; Είμαι 52 ετών, από τα 13 μου δουλεύω. Έχω πτυχίο, διδακτορικό, μεταπτυχιακό και λοιπά. Πιστεύετε εσείς ότι μέχρι να γίνω αυτός που είμαι και να κάνω αυτό που κάνω, ότι δούλευα στο Δημόσιο ή ως διευθυντής σε κάποια εταιρεία όπου κάποιος με έχωσε με μέσο; Ή δούλευα στην εταιρεία του πατέρα μου ή της μητέρας μου ή του θείου μου ή της θείας μου; Δεν κατάλαβα!»

Κι αφού λέει και μια σωστή κουβέντα, ότι να είσαι σκουπιδιάρης ή να δουλεύεις στα μπαμπάκια είναι αξιοπρεπής εργασία, τα ισοπεδώνει όλα και πάλι:

«Ποια είναι αξιοπρεπής εργασία; Να δουλεύω στο Δημόσιο και παίρνω μίζες; Αυτό είναι αξιοπρεπής εργασία; Αυτό που δεν καταλαβαίνετε είναι γιατί είναι οι καφετέριες γεμάτες κυρία μου. Και θεωρείτε αυτό αξιοπρεπή εργασία. Να είναι οι καφετέριες γεμάτες και να πληρώνονται από τις συντάξεις του μπαμπά τους και της μαμάς τους. Και δεν είναι αξιοπρεπής εργασία να λερώνω τα χέρια μου με κόπρανα;»

Τόσα πολλά και τόσα καλά, από έναν άνθρωπο που αυτοπροσδιορίζεται ως αριστερός της ανανέωσης και της προόδου. Και του ευρωκομμουνισμού φυσικά, μιας και το πετάει κι αυτό, ειρήσθω εν παρόδω, σε κάποιο σημείο της κουβέντας. Αριστερός του χαβιαριού και της αστακομακαρονάδας. Καθισμένος στο γυάλινο πύργο του, να ατενίζει τα μυρμηγκάκια από κάτω και να αναρωτιέται γιατί γκρινιάζουν. Δουλειές υπάρχουν άπειρες, βρωμάει ο τόπος βάλτε πλάτη ρε σκατόπαιδα και θα κονομήσετε αργά ή γρήγορα. Κι άμα ως τότε δεν έχετε ψωμί, μη χολοσκάτε. Όπως είπε και μια ψυχή πριν από πολλά, πάρα χρόνια, υπάρχει πάντοτε το παντεσπάνι!

---
*

Δεν υπάρχουν σχόλια: