Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου 2014

... Βάρναλης, ο "άγνωστος" ...

*
Γεωργία Λαδογιάννη(*)
***
*
Η Γεωργία Λαδογιάννη
γράφει για τον «άγνωστο Βάρναλη»

Σαν σήμερα, στις 16 Δεκέμβρη του 1974 έφυγε από τη ζωή ο Κώστας Βάρναλης. Εκπαιδευτικός, ποιητής, κριτικός, δημοσιογράφος, ο κομμουνιστής Κ. Βάρναλης στρατεύτηκε με την πένα του και τη δράση του στην υπόθεση της εργατικής τάξης, αγαπήθηκε, τιμήθηκε και τραγουδήθηκε από το λαό.

Το εξαιρετικό βιβλίο του Ηρακλή Κακαβάνη “Ο άγνωστος Βάρναλης και 19 αδημοσίευτα ποιήματά του” αποτελεί πια σημείο αναφοράς για όσους επιθυμούν να προσεγγίσουν το έργο αλλά και τη ζωή του Κ. Βάρναλη έξω από τα πολυπερπατημένα μονοπάτια της ευκολίας και της αναπαραγωγής στερεοτύπων


Ηρακλής Κακαβάνης:
"Ο άγνωστος Βάρναλης και 19 αδημοσίευτα ποιήματά του"
– Εκδόσεις Εντός, Αθήνα 2012

Η έκδοση ξαφνιάζει θετικά τους φιλολόγους που το θέμα Βάρναλης τους έχει απασχολήσει πολλά χρόνια, είτε ως αντικείμενο διδασκαλίας είτε της έρευνας. Και αυτό οφείλεται, πρώτα, στο σημαντικό υλικό που παρουσιάζει η έκδοση, αλλά και στη σοβαρή εργασία του μελετητή, άγνωστου ως τώρα στη βιβλιογραφία Βάρναλη. Δύο προηγούμενες εργασίες του κ. Ηρακλή Κακαβάνη (Ο δαίμων του τυπογραφείου, 2008, και η εισαγωγή στο Λεύκωμα Ομήρου Ιλιάδα με λιθογραφίες του H. Motte, 2008) φανέρωναν τον ανήσυχο ερευνητή και τον ευαίσθητο φιλόλογο. Οι αρετές αυτές τού χρειάστηκαν με το παραπάνω στην παρούσα εργασία. Όμως στον Αγνωστο Βάρναλη οι φιλολογικές απαιτήσεις, που έθεσε ο ίδιος ο μελετητής, είναι μεγάλες. Χρειάστηκε καλή γνώση της βιβλιογραφίας Βάρναλη και ιδιαίτερα της εκδοτικής ιστορίας και των διαδρομών που έχουν κάνει τα ποιήματά του, σε έντυπα, συλλογές, επαναδημοσιεύσεις.

Ο Βάρναλης του H. Κακαβάνη (H.K.) είναι «ο άγνωστος», γιατί ο μελετητής του προβαίνει στην ανασύσταση του ποιητή και διανοούμενο Βάρναλη επανελέγχοντας ό,τι ήταν γνωστό και αξιολογώντας από το Αρχείο του ό,τι έκρινε πως ωφελεί την ιστορία της λογοτεχνίας χωρίς να προσβάλλει τη βούληση του ίδιου του ποιητή, που την ξέρουμε από το άρθρο «Καταλοιποθήραι» (1942). Το άρθρο το παραθέτει ο H.Κ. από το αρχείο της εφημερίδας Πρωία και σε αυτό ο Βάρναλης έθετε το γενικότερο ζήτημα για τα όρια της φιλολογικής έρευνας σε σχέση με την προσωπικότητα του ποιητή
και του ανθρώπου. Ο μελετητής θέτει τις απόψεις αυτές ως όρια για τη δική του εργασία, όταν αποφασίζει να αξιοποιήσει μέρος του αρχείου.

Ο Η.Κ. τα είδε όλα από την αρχή. Έκανε έναν πολύμοχθο και λεπτολόγο επανέλεγχο σε ό,τι αφορά στον ποιητή: το Αρχείο του Βάρναλη, τα έντυπα που συνεργάστηκε -και ανάμεσά τους εξαιρετικά σπάνια φύλλα λογοτεχνικών περιοδικών-, τις εκδόσεις που γίνανε όσο ζούσε και εκείνες μετά τον θάνατό του, τις δημοσιεύσεις ποιημάτων από τον ίδιο ή από άλλους, εργοβιογραφικές εργασίες και προηγούμενες εκδόσεις αρχειακού υλικού. Ο επανέλεγχος και η συγκέντρωση του νέου υλικού αξιοποιείται στη διασταύρωση στοιχείων, π.χ. για τις διαφορετικές μορφές στις οποίες έχουμε τα κείμενα, και στην τεκμηρίωση χρονολογιών που μερικές φορές ακόμα και οι αβλεψίες περνούσαν ως φιλολογικό δεδομένο με συνέπειες στην ερμηνεία της ποιητικής προσωπικότητας του Βάρναλη.

Αξίζει να δώσουμε το παράδειγμα από το πολύ σημαντικό ποίημα «Το φεγγάρι», δημοσιευμένο στην Ηγησώ, 1907, που εξακολουθούσε όμως να θεωρείται ποίημα του 1927, σε εποχή δηλαδή όπου το ποιητικό περιβάλλον του Βάρναλη, με όριο αφετηρίας Το Φως που καίει, έχει αλλάξει ριζικά και με τους Σκλάβους Πολιορκημένους (1927) να έχει περάσει σε μια δημιουργική αναχώνευση και σύνθεση της μαρξιστικής ιδεολογίας και της σολωμικής παράδοσης. Το ποίημα εκείνο, ωστόσο, αντιπροσωπευτικό του καλύτερου λυρισμού της πρώτης περιόδου εμπεριέχει και τους ποιητικούς θύλακες που θα αναπτυχθούν στο μεταγενέστερο έργο. Η ορθή χρονολόγησή του αλλάζει την ερμηνευτική συμβολή του ποιήματος.

Χαρακτηριστικό της νέας ματιάς του Η. Κ. είναι και το χρονολόγιο Βάρναλη. Δεν είναι μια συνηθισμένη παράθεση βιογραφίας δίπλα από μια χρονολογία, αλλά είναι ένας πρωτότυπος τρόπος, όπου η κάθε χρονιά σημαδεύεται συνοδευόμενη από την παράθεση κειμένων, είτε γραμμένων στον συγκεκριμένο χρόνο είτε αναφερόμενων σε αυτόν. Με τον τρόπο αυτό έχουμε την ανασύσταση της πορείας που διαγράφει η συγγραφική δραστηριότητα του διανοούμενου Βάρναλη. Το αποτέλεσμα είναι να παρακολουθούμε βήμα βήμα το ξετύλιγμα της δημιουργικής και της γενικότερης πνευματικής δράσης μιας προσωπικότητας που χάραξε με το έργο του τον πολιτισμό του 20ού αιώνα και σηματοδότησε την ανταπόκριση της διανόησης, καθώς και την αισθητική της συγκίνηση απέναντι στο κίνημα για κοινωνική απελευθέρωση και δικαιοσύνη.

Ο κομμουνιστής Βάρναλης αποτελεί κεφάλαιο και η επιστήμη που δεν φοβάται δεν το κρύβει ούτε λοξοδρομεί για να το παρακάμψει. Η επιστημονική υπευθυνότητα της εργασίας του Η.Κ. κρίνεται και σε αυτό το σημείο. Ο μελετητής προβάλλει τις πλευρές του αγωνιστή ποιητή και διανοούμενου που έχουν ατονήσει στη συνείδηση της νεότερης γενιάς, στην οποία ανήκει και ο ίδιος. Και αυτό είναι ένα από τα σημαντικά στοιχεία της παρούσας έκδοσης. Το κεφάλαιο «Ο δημοτικιστής Βάρναλης» περιέχει κείμενα που δεν πρέπει να αγνοεί κανένας μαθητής ή φοιτητής, τουλάχιστον. Είναι μέρος αναπόσπαστο της γενικότερης ιστορίας, της ιστορίας της γλώσσας, της εκπαίδευσης και της ελληνικής διανόησης. Ιδιαίτερα, η διανόηση της αριστεράς του μεσοπολέμου είναι εκείνη που σήκωσε μεγάλο μέρος του γλωσσο-κοινωνικού αγώνα. Ο Βάρναλης, που επιπλέον είναι και με το ΚΚΕ - όπως και ο Δ. Γληνός και η Ρ. Ιμβριώτη που βρέθηκαν στο μάτι του κυκλώνα - θα χάσει για πάντα τη δουλειά του (οριστική απόλυση 1926), μέσα στο φανατισμό και τη μισαλλοδοξία των Μαρασλειακών (1925), μιας περιόδου που ετοιμάζει το έδαφος για το «Ιδιώνυμο» (1929) και για τη δικτατορία του Μεταξά (1936). Οι αντίστοιχες σελίδες του βιβλίου προσφέρουν πολυτιμότατο υλικό που σχεδόν εξαντλούν από την άποψη του αρχειακού υλικού το θέμα.

Η αντίδραση –κοινωνική και πολιτική, κύκλοι του Τύπου, της εκκλησίας και εγκάθετων φορέων- στις δύο δεκαετίες του μεσοπολέμου και ιδιαίτερα μετά το 1925, φτιάχνει ανοιχτό αντικομμουνιστικό μέτωπο. Τον Βάρναλη τον έχει για σύμβολο για να χτυπηθεί η τέχνη, η ελευθερία της σκέψης και η ελευθερία του λόγου, για να συκοφαντηθούν διανοούμενοι με κοινωνική ευαισθησία και να τρομοκρατηθούν οι υπόλοιποι, για να δημιουργηθεί το διχαστικό ιδεολόγημα τι είναι «εθνικό» και τι «αντεθνικό». Όπως είπαμε, το έδαφος στρώνεται για τις πολιτικές της φασιστικής διολίσθησης του αστικού φιλελευθερισμού της δεκαετίας του 1930. Ο ποιητής θα είναι και από τους πρώτους διανοούμενους (μαζί με τον Γληνό) που εξορίζονται.

Η πένα του Βάρναλη, ωστόσο, δεν χαριζόταν. Στα αδημοσίευτα κείμενα που παρουσιάζει ο Η.Κ. ανήκει και ένα καταπληκτικής σατιρικής ευστοχίας και αισθητικής ευφορίας κείμενο, γραμμένο στο περιθώριο της διαμάχης με τον πρώην συνοδοιπόρο σε θέματα γλώσσας και εκπαίδευσης Αλέξανδρο Δελμούζο, αλλά και με τον Γιάννη Αποστολάκη, στη μεταφυσική κριτική του οποίου απαντούσε με το δοκίμιο Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική (1925). Πρόκειται για το θεατρόμορφο «Ο Αντρας και η Γυναίκα. Λόγια και Πράξις. Ενας Διάλογος υπό Κ. Βάρναλη» (σ. 200 κ.εξ.), που πολύ σωστά ανασύρει από το Αρχείο ο Η.Κ. Στις ιδιαιτερότητες του βιβλίου θέλω να υπογραμμίσω και ένα γεγονός που είναι ενδεικτικό των νέων μέσων και της επωφελούς χρήσης τους, που μπορούν να βοηθούν και τη φιλολογία. Εννοώ, εδώ, τη συνεργασία του φιλολόγου Η.Κ. με μπλόγκερς. Ο μελετητής έχει ψάξει και αυτόν τον χώρο και έχει συνεργαστεί για τις δημοσιεύσεις και για τις εκδοχές γραφής πολλών ποιημάτων. Ενδεικτική είναι η περίπτωση της συνεργασίας με το μπλογκ του Νίκου Σαραντάκου (σ. 40).

Σημαντική θέση μέσα στο βιβλίο έχουν οι αναφορές στον κριτικό και στον μεταφραστή Βάρναλη. Οι μεταφράσεις του τόσο από κείμενα της αρχαίας μας Γραμματείας όσο και από της ξένης λογοτεχνίας σημαίνουν πολλά πράγματα για τον πολιτισμό μας και πρώτα της γλώσσας. Γιατί οι μεταφράσεις, ειδικά του αρχαίου δράματος, έχουν ακουστεί από τις παραστάσεις του Εθνικού, που τις χρησιμοποίησε, και αυτό σημαίνει ότι είχαν την ευκαιρία να επηρεάσουν κι άλλους μεταφραστές. Ύστερα, δεν είναι οι μεταφράσεις του Βάρναλη μια «τεχνική» γλώσσα. Είναι γλώσσα που έχει προκύψει μετά από πολύχρονη τριβή της με τον λυρισμό, και με αυτή την σκευή έρχεται να συναντήσει τον γλωσσικό πολιτισμό άλλων εποχών ή χωρών. Στην ιστορία του γλωσσικού μας πολιτισμού, ο Βάρναλης κληροδοτεί και τη γλώσσα που ενσωματώσει τα προβλήματα που αντιμετώπισαν οι ποιητές άλλων εποχών και άλλων περιβαλλόντων, άλλων πολιτισμών, άλλων νοοτροπιών και άλλου στοχασμού.Το μεταφραστικό έργο του Βάρναλη μας δείχνει και την ευρύτητα και την ποιότητα της δικής του πολιτισμικής επικοινωνίας. Ας απαριθμήσουμε τις μεταφράσεις του: Μολιέρος, Φλωμπέρ, Ευριπίδης, Σοφοκλής, Αριστοφάνης, Ξενοφώντας, παραμύθια και δημοτικά τραγούδια, λαϊκά, της Κίνας, παραμύθια από βαλκανικούς και από άλλους λαούς. Έπειτα, το γεγονός ότι οι μεταφράσεις του οι θεατρικές ακόμα χρησιμοποιούνται στο θέατρο, σημαίνει ότι η γλώσσα του ανταποκρίνεται στις δικές μας αναπαραστατικές απαιτήσεις.

Κλείνοντας, να αναφέρουμε τη δημοσίευση στο βιβλίο του Η.Κ. μεγάλου αριθμού συνεντεύξεων που έδωσε ο ποιητής σε διάφορες εποχές. Τις βρίσκουμε στο βιβλίο συγκεντρωμένες, αφού ο ερευνητής έψαξε για πολύ καιρό σε πολλά και σπάνια έντυπα. Σε αυτές (όπως και στις «Επιστολές από την εξορία», σ. 227 κ.εξ.) ακούμε τον ίδιο τον Βάρναλη να μας μιλά και σκέφτομαι πώς έχουμε κείμενα που συγκροτούν μια μορφή αυτοβιογραφίας, κοντά στην «επίσημη» αυτοβιογραφία του. Νομίζω ότι αυτό το υλικό προσφέρεται και για μια θεατρική του αξιοποίηση, για έναν θεατροποιημένο αυτοβιογραφικό (πολυγλωσσικό) μονόλογο.

Τελειώνω με μια σκέψη σχετικά με όσα ποιήματα άφησε «αδημοσίευτα» ο Βάρναλης. Θα έλεγα πως πρόκειται για ποιήματα που αποτέλεσαν τα «φαντάσματα» του ποιητή. Δηλαδή όσα ως «αυτοτιμωρούμενος» έπρεπε ο ίδιος να τους επιβάλει την ποινή του σκότους και να μην πάρουν το δρόμο για τη δημοσιότητα. Ποιήματα που τον φέρανε αντιμέτωπο με υπαρξιακά και αισθητικά ζητήματα. Είναι επιτυχημένο το μότο από αδημοσίευτο κείμενο του Βάρναλη που βάζει ο Η.Κ. στο κεφ. «Αγνωστα και ξαναδουλεμένα ποιήματα» (σ. 295) : «Τραγούδι [...] επιθυμία άσβηστη του θανάτου». Θα έλεγα, λοιπόν, ότι ανάμεσά τους υπάρχουν ποιήματα που μας επιτρέπουν να απευθύνουμε ένα παράπονο προς τον ποιητή γιατί μάς στέρησε ποιήματα όπως «Το μυστικό του», «Το Οχι του λαού» ή από στίχους που βγάζουν τον ορχούμενο, παιγνιώντα, μεστό από τρεμάμενη συγκίνηση και από καλλιτεχνική έξαψη αισθησιασμό: Ευρυδίκη μου, Ευρυδίκη,/ να με κάψ’ η Θεία Δίκη,/ αν δε σ’ αγαπώ πιστά./.../Να πλερώνω να σ’ ακώ,/ να πλερώνω να βυθώ/ στης Λησμόνιας το βυθό («Δεν είναι παίξε γέλασε», σ. 306). Το ίδιο: Με το παίζω, παίζεις, παίζει/ του μπαμπά και της μαμάς,/ ήρθε στο ντουνιά να παίζει/ η κορούλα του Βενέζη («Στην κορούλα του Βενέζη», σ. 307). Επίσης, το ποίημα «Το μυστικό του» (σ. 310), με τον σπαραγμό που δεν βγαίνει ή τη βαθιά ‘ανάγνωση’ που κάνει το «φως που καίει» στο ψέμα, καθώς αποκαλύπτει: Ποιος είναι κείνος ο λαός, που με καρδιά τσελίκι/ πολέμαγε για λεφτεριά και πέθαινε για νίκη/ μα τούχωναν μπαμπέσικα, τη μαχαιριά στην πλάτη/ του ξένου η αρπάχτρα κάκητα, του ντόπιου η δόλια απάτη (σ. 314).\
---
(*) Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Ιωαννίνων
---
*

Δεν υπάρχουν σχόλια: